-
1 ἐέλδομαι
A v. εἴλω. [full] ἐέλπομαι, [dialect] Ep. for ἔλπομαι. [full] ἐέλσαι, v. εἴλω. [full] ἐεργάθω, [full] ἔεργε, [full] ἐεργμένος, [full] ἐέργνυμι, [full] ἐέργω, [dialect] Ep. for εἰργ-. [full] ἐερμένος, [full] ἔερτο, v. εἴρω. [full] ἐέρση, [full] ἐερσήεις, [dialect] Ep. for ἑρς-. [full] ἐέρχατο, v. εἴργω. [full] ἑέσσατο (A), [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] aor. 1 [voice] Med. of ἵζω; v. subἐφίζω 1
. [full] ἑέσσατο (B), [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Med. of ἕννυμι. [full] ἕεστο, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] plpf. [voice] Pass. of ἕννυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐέλδομαι
-
2 ἔλδωρ
A wish, longing, desire, Il.1.41, Hes.Sc.36, etc.: fem., Ibyc.18 (s.v.l.). -
3 ἐέλδομαι
Grammatical information: v.Meaning: `desire, want, long for' (Il.),Other forms: only present-stemCompounds: only compound ἐπι-έλδομαι (A. R. 4, 783).Derivatives: ἐέλδωρ n. (only nom.-acc.) `desire, wish' (Il.; ἔλδωρ Hdn., H.), also ἐέλδω f. (Ibyk. 18; right?).Origin: IE [Indo-European] [1137] *h₁u̯eld- `wish, desire'Etymology: From ἐ(Ϝ)έλδομαι (Chantr. Gramm. hom. 1, 133 and 182). No cognate outside Greek. Homer has (only) three time ἔλδ- (Ε 481, Ψ 122 ψ 6) which may be under inluence of ἔλπομαι (s.v.). The form with`prothesis' is the original, as is shown by ἐέλδωρ; Beekes, Development 63f.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐέλδομαι
См. также в других словарях:
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Τσιριμώκος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και ενός λογοτέχνη. 1. Ιωάννης (Λαμία 1867 – Αθήνα 1934). Εξελέγη βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας (1899), πρόεδρος της Βουλής (1911 και 1912) και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου (1912). Πήρε ενεργό… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek