-
1 έδρια
-
2 ἕδρια
-
3 πρωτο-καθ-εδρία
πρωτο-καθ-εδρία, ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.
-
4 προς-εδρία
προς-εδρία, ἡ, = προςεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
-
5 προ-εδρία
προ-εδρία, ἡ, Sitz od. Würde des πρόεδρος, der Vorsitz im Rathe, bei Versammlungen u. dgl.; Ar. Ach. 42 Equ. 573 Thesm. 834; Her. 1, 54. 9, 73; – auch bes. das Recht, auf den vordersten Bänken im Theater zu sitzen, eine Ehre, die in Athen um das Vaterland wohl verdienten Männern, zuweilen auch ihren Nachkommen ertheilt wurde, vgl. Plat. Legg. XII, 946 e, τοῖς ἀριστείων ἠξιωμένοις προεδρίαι τ' ἐν ταῖς πανηγύρεσι πάσαις ἔστωσαν, u. IX, 881 b; auch der vorderste Sitz selbst, Her. 4, 88, u. im plur., 6, 57; προεδρίαν ἐν τοῖς ἀγῶσι διδόναι, Dem. 18, 91; Sp., wie Hdn. 1, 8, 9. – [Bei Xenophan. in Ath. X, 414 a ist ι lang, also wohl προεδρεία zu schreiben.]
-
6 προ-καθ-εδρία
προ-καθ-εδρία, ἡ, = προεδρία, N. T.
-
7 παρ-εδρία
-
8 συν-εδρία
συν-εδρία, ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχϑραι τε καὶ στέργηϑρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von διεδρία.
-
9 ὑφ-εδρία
-
10 εδρίας
ἑδρίᾱς, ἑδρίαςblowing steadily: masc acc plἑδρίᾱς, ἑδρίαςblowing steadily: masc nom sg (attic epic doric aeolic)ἑδρίᾱς, ἑδριάωseat: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
11 ἑδρίας
ἑδρίᾱς, ἑδρίαςblowing steadily: masc acc plἑδρίᾱς, ἑδρίαςblowing steadily: masc nom sg (attic epic doric aeolic)ἑδρίᾱς, ἑδριάωseat: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
12 διεδρια
-
13 παρεδρια
-
14 προεδρια
ион. προεδρίη ἥ1) переднее, первое или почетное место(ἐν τοῖς ἀγῶσι Her. и τῶν ἀγώνων Plat.)
ἐν προεδρίῃ κατήμενος Her. — сидящий на первом месте, впереди или на престоле;ἀτέλειά τε καὴ π. Her. — освобождение от налогов и право на почетные места2) должность или звание проэдра, председательство(вание)(ἐν προεδρίᾳ εἶναι Arst.)
-
15 συνεδρια
v. l. συνεδρεία ἥ1) собрание, сборище (sc. τῶν φίλων Xen.; τῶν οἰωνῶν Aesch.)2) заседание, совещание Aeschin.3) мирное сожительство -
16 εδριάασθαι
-
17 ἑδριάασθαι
-
18 προκαθεδρία
προκαθ-εδρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθεδρία
-
19 προσεδρεία
προσεδρ-εία, or [suff] προσεδρ-εδρία (required by metre in E.Or.93 and found in Pap. of Phld. (v. infr.), but - εία PTeb. (v. infr.)), ἡ,A sitting by or near: esp.,1 besieging, blockade, Th.1.126, D.C.36.51.2 close attention to a thing, assiduity, PTeb.24.39 (ii B.C.), Phld.Rh.1.232 S., Longin. ap. Porph.Plot.19, Iamb.Protr.6; esp. sitting by a sick-bed, E.Or.93, 304; αἱ τῶν τέκνων π. attentions paid by them, Hierocl. p.58A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεδρεία
-
20 προσκαθεδρία
προσκαθ-εδρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκαθεδρία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἕδρια — ἕδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρίας — ἑδρίᾱς , ἑδρίας blowing steadily masc acc pl ἑδρίᾱς , ἑδρίας blowing steadily masc nom sg (attic epic doric aeolic) ἑδρίᾱς , ἑδριάω seat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πλησιεδρία — ἡ, Μ πλήρης συνέλευση, απαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* «γεμίζω» (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. πρωτο εδρία] … Dictionary of Greek
πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… … Dictionary of Greek
υφεδρία — ἡ, Α 1. (κυριολ.) κάθισμα που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο 2. μτφ. υποδεέστερο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. προ εδρία] … Dictionary of Greek
ημιεδρία — Ιδιότητα των κρυστάλλων, η συμμετρία των oποίων είναι το μισό της συμμετρίας του κρυσταλλικού τους πλέγματος. Κλασική περίπτωση είναι το τετράεδρο που έχει τις μισές έδρες του οκτάεδρου και τις ίδιες παραμετρικές σχέσεις (1:1:1), ενώ τα στοιχεία… … Dictionary of Greek
ἑδριάασθαι — ἑδριάω seat pres inf mp (epic) ἑδριά̱ασθαι , ἑδριάω seat pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)