-
1 έψεξα
-
2 ἔψεξα
-
3 ψέγω
(αόρ. έψεξα) μετ. осуждать, порицёть; упрекать, укорять -
4 ψέγω
A : [tense] aor.ἔψεξα Thgn.611
, S.Aj. 1130, Pl.Lg. 634c, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf.ἔψεγμαι Hp. Acut.51
:—blame, censure, τινα Thgn. l.c., A.Ag. 186(lyr.), 1403; τι S.OC 977, etc.;λόγον δοῦναι.. περὶ ὧν ψέγουσι Pl.Tht. 177b
; ;ἐπί τινι X.HG6.5.49
: c. acc. rei,τὸ.. διδάσκειν Id.Eq. 6.5
: c. dupl. acc.,τίς ποτ' ἐστὶν ὅν γ' ἐγὼ ψέξαιμί τι; S.OC 1172
;ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr. 243d
;ταὐτὰ ψέγων καὶ ἐπαινῶν Id.Grg. 510c
, cf. Lg. 634c; ψ. τινὰ ὅτι.., εἰ .., Isoc.Ep.2.15, X.HG6.5.51; τινα c. inf., Pl.R. 404d: c. acc. cogn.,ψ. ψόγους Id.Grg. 483c
:—[voice] Pass., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται there is no objection to it, we find no fault with it, Th.5.86;ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὄν Pl.R. 358a
; ψεγ[όμενα], of damaged goods, prob. in Supp.Epigr.7.417.18(Dura, iii A. D.).------------------------------------
См. также в других словарях:
ἔψεξα — ψέγω blame aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέγω — έψεξα, κατηγορώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, κακολογώ: Άδικα τον έψεξες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψέγω — ψέγω, έψεξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής