-
1 ἔχθιστος
A most hateful,Ἀχιλῆϊ Il.2.220
;ἔ. δέ μοί ἐσσι θεῶν 5.890
, etc.;τὸν θεοῖς ἔ. θεόν A.Pr.37
;ἔ. ὁρᾶν S.Aj. 818
;ἔ. γεγώς E.Med. 467
.2 most hostile,τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Th.2.71
;ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔ., πάντες ἴστε Id.7.68
: c. gen., οἱ ἐκείνου ἔ. his bitterest enemies, X.An.3.2.5: Luc. has alsoἐχθίστατος Trag.246
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔχθιστος
См. также в других словарях:
κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… … Dictionary of Greek
οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… … Dictionary of Greek