-
1 έφριττε
-
2 ἔφριττε
См. также в других словарях:
ἔφριττε — ἔφρῑττε , φρίσσω to be rough imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έφριττε
2 ἔφριττε
ἔφριττε — ἔφρῑττε , φρίσσω to be rough imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)