-
1 έφορμοι
-
2 ἔφορμοι
-
3 ἔφορμος
ἔφορμ-ος (A), ον,A at anchor,αἱ νῆες.. ἔφορμοι οὖσαι Th.3.76
(s. v.l.);τὸ πλοῖον ἔφορμον ποιήσω Mim.Oxy.413.194
(ii A.D.).------------------------------------ἔφορμ-ος (B), ὁ,A = ἐφόρμησις, τοὺς ἐ. ποιεῖσθαι Th.3.6, cf. 4.27; ἐς ἔ. πλεῖν ib.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφορμος
См. также в других словарях:
ἔφορμοι — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem nom/voc pl ἔφορμος 2 masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)