-
1 Έφιππος
-
2 Ἔφιππος
-
3 έφιππος
-
4 ἔφιππος
-
5 ἔφιππος
ἔφιππος, ον (s. ἵππος; Soph. et al.; PLond 1912, 44; 4 Macc 11:8 ἔ. ἐν λευκῇ ἐσθῆτι; 12:35 τὶς … ἔ. ἀνήρ; 4 Macc 4:10 ἔ. … ἄγγελοι; pap) pert. to being on a horse, mounted, on horseback; subst. rider Rv 19:14 v.l. -
6 ἔφιππος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-3=3 2 Mc 11,8; 12,35; 4 Mc 4,10on horseback, riding -
7 ἔφιππος
ἔφιππ-ος, ον,A on horseback, riding, Eup.27;ἔ. εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f
; ἔ. ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔ. an equestrian statue, Plu.Publ.19;ἔ. εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22
(so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.));βίος Philostr.Her.19.19
.2 κλύδων ἔ. a rushing wave of horses, S.El. 733.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφιππος
-
8 έφιππον
-
9 ἔφιππον
-
10 Έφιπποι
-
11 Ἔφιπποι
-
12 Έφιππον
-
13 Ἔφιππον
-
14 Εφίπποις
-
15 Ἐφίπποις
-
16 Εφίππου
-
17 Ἐφίππου
-
18 Εφίππους
-
19 Ἐφίππους
-
20 Εφίππω
См. также в других словарях:
Ἔφιππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφιππος — on horseback masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… … Dictionary of Greek
Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έφιππος — η, ο αυτός που ιππεύει, που είναι καβάλα σε ζώο, ο καβαλάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔφιππον — ἔφιππος on horseback masc/fem acc sg ἔφιππος on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίπποις — Ἔφιππος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίπποις — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίππου — Ἔφιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίππου — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίππους — Ἔφιππος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)