Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔφθασα

  • 1 εφθασα

         ἔφθασα
        aor. к φθάνω См. φθανω

    Древнегреческо-русский словарь > εφθασα

  • 2 φθανω

         φθάνω
        (fut. φθήσομαι и φθάσω, aor. ἔφθᾰσα - дор. ἔφθαξα или ἔφθασσα, aor. 2 ἔφθην, conjct. φθῶ, opt. φθαίην, inf. φθῆναι, part. φθάς, pf. ἔφθᾰκα) редко med. поспевать раньше, приходить первым, упреждать, опережать
        

    φθάσας Aesch. — прибывший первым;

        μ΄ ἔβαλε φθάμενος Hom. — он первый ударил меня;
        ἔσπευδεν ἕκαστος βουλόμενος φθάσαι πρῶτος Xen. — каждый торопился, желая пройти первым;
        κἂν φθάσωμεν, ἔστι σοι σωτηρία Eur.и если мы поспеем раньше (т.е. придем раньше Тиресия), ты спасен;
        ἐπειγόμενος μέ φθάσῃ ἐσπλεύσας Thuc. — торопясь, чтобы (противник) не приплыл раньше;
        ἥ ναῦς φθάσασα Thuc. — забежавший вперед корабль;
        ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς φίλους εὐεργετῶν Xen. — тот, кто первый подоспеет друзьям на помощь;
        ἔφθη ὑπὸ τῶν πολεμίων κατακωλυθείς Her. — противники отрезали ему путь (к отступлению);
        εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσοι Xen.если кто-л. раньше не подорвет их силу;
        οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται Her. — никто не выступит обвинителем раньше, чем я;
        — с οὐ и последующим καί или καὴ εὐθύς выражает немедленность следующего действия или состояния:
        πρῶτον οὐκ ἔφθασαν ἀλλήλοις πλησιάσαντες καὴ … Isocr. — как только они сблизились, так (сейчас же) …;
        οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆν΄ ἐλθόντες Isocr.не ( или едва только) успели мы прибыть в Трезен;
        οὐ φθάνειν χρέ συσκιάζοντας γένυν καί … Eur. — как только первый пушок осенит (ваши) щеки …;
        — с οὐκ ἄν в opt. выражает нетерпение или поспешность:
        οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Xen. — не скажешь ли раньше, т.е. скажи-ка поскорее;
        κελεύω λέγειν. - Οὐκ ἂν φθάνοιμι Plat. — прошу говорить. - Сию минуту скажу;
        οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων Plat. — да заканчивай же быстрее;
        οὐκ ἂν φθάνοιτ΄ ἀκολουθοῦντες Xen. — сейчас же следуйте за мной;
        οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος Dem.не миновать ему скорой гибели

    Древнегреческо-русский словарь > φθανω

  • 3 φθάνω

    (αόρ. έφθασα, μετχ. πρκ. φθασμένος) см. φτάνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φθάνω

  • 4 φθάνω

    φθάνω (τινά + part.) (пред)упреждать, поспевать раньше (с. parf.: ἔφθασαν ἡμας ἀφικόμενοι они упредили нас своим приходом; οὐκ ἂν φθάνοις λέγων; не скажешь ли ты побыстрее?) aor. ἔφθην / ἔφθασα

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > φθάνω

См. также в других словарях:

  • ἔφθασα — φθάνω come aor ind act 1st sg φθάζω aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ζένω — βλ. ζέχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζένω και ζέχνω < οζένω, με σίγηση τού προτονικού ο, από τον αόρ. ώζεσα τού αρχ. όζω «βρομώ», κατά το σχήμα έφθασα φθάνω, έχυσα χύνω, έφθισα φθίνω] …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • κροτίζω — (Μ κροτίζω) ταράζομαι (α. «έφθασα εις τοὺ Βαραντά το ρέμα όπου εκρότιζεν ο τόπος», Παπαδ. β. «μὴ κροτιστῆτε τίποτε ἄν εἶναι πλεώτεροί μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τ. από τον αόρ. ἐκρότησα τού κροτῶ, που συνέπιπτε με τον αόρ. σε ισα τών ρ …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»