-
1 εφαλμος
См. также в других словарях:
έφαλμος — έφαλμος, ον (Α) ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)] … Dictionary of Greek
ἐφάλμων — ἔφαλμος steeped in brine masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφαλμα — steeped in brine neut nom/voc/acc sg ἔφαλμος steeped in brine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)