-
1 τρέω
A , [ per.] 2 dual τρεέτην ib. 171: [tense] aor.ἔτρεσα Il.11.745
, [dialect] Ep.τρέσσα 17.603
: later [dialect] Ep. [tense] pres. [full] τρείω Opp.C.1.417, ([etym.] ὑπο- ) Timo 58.4:—this Verb is never contracted, except when the contraction is into ει:— flee from fear, flee away (Aristarch. held this to be the usual meaning in Homer),τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il.5.256
;μήτε.. τρέε μήτε τι τάρβει 21.288
;τρέσσε δὲ παπτήνας 11.546
, 17.603; τρεῖτ' ἄσπετον ib. 332: the sense of fleeing is most apparent in the phrasesἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος 11.745
,τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη Od.6.138
,τ. τεῖχος ὕπο Il.22.143
; ;μὴ τρέσητε A.Supp. 711
; μὴ τρέσας without fear, Id.Th. 436;οὐδὲν τρέσας Pl.Phd. 117b
; but,2 τρέσας (cf.ἀνδρῶν τρεσσάντων Il.14.522
, Tyrt.11.14) was a technical term at Sparta, and sts. used where we might say runaway, coward,ὁ τρέσας Ἀριστόδημος Hdt.7.231
, cf. Tyrt.l.c., AP7.230 (Eryc.);οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὓς αὐτοὶ τρέσαντας ὀνομάζουσι Plu.Ages.30
, cf. Lyc. 21, 2.191c, etc.:—and later a real Subst. was used in Com., [full] τρεσᾶς, τρεσᾶ, acc. τρεσᾶν, Eust.772.12, cf. Gramm. ap. Gaisford Choeroboscus1p.43.3 in Argive Prose, like [dialect] Att. φεύγω, to be banished,τρἐτο ¯ καὶ δαμευέσσθο ¯ IG4.554
(vi/v B. C.).II trans., fear, dread, be afraid of, c. acc., Il.11.554, Pi.Pae.4.40, A.Th. 397, Ag. 549, al., S. Ant. 1042, E.Ph. 1077;ἄρκτον.. οὐκ ἔτρεσεν X.An.1.9.6
:—so also c. gen., κελάδοιο, δηϊοτῆτος, Hes.Th. 850: τ. μὴ .. A.Th. 790 (lyr.).— Rare in Prose. (Cf. Skt. trásati 'to be terrified', Gr. ἄτρεστος.) -
2 ὑποτρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρέω
См. также в других словарях:
τρέσας — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek
τρεσάς — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek