-
1 έτετμον
-
2 ἔτετμον
-
3 ἔτετμον
ἔτετμον, defective aor., 3 sing. ἔτετμε, τέτμε, subj. 2 sing. τέτμῃς: find, reach, Il. 6.374, Od. 15.15; fig., ὃν γῆρας ἔτετμεν, Od. 1.218.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔτετμον
-
4 τέτμον
τέτμον, and [full] ἔτετμον, [dialect] Ep. [tense] aor. without any [tense] pres. in use, used by Hom. in indic. both with and without augm.:—A overtake, reach, find,ἔνθ' ὅ γε Νέστορ' ἔτετμε Il.4.293
, cf. 6.515, Od.3.256, al.;ὃν.. γῆρας ἔτετμεν 1.218
;οὐκ ἔνδον ἀμύμονα τέτμεν ἄκοιτιν Il.6.374
, cf. Od.5.58;ὄφρ' ἔτι.. μητέρα τέτμῃς 15.15
; [ per.] 3pl.τέτμον A.R.3.1275
; opt.τέτμοιμεν Theoc.25.61
.2 c. gen., partake of, have allotted one, . -
5 τέτμον
τέτμον, τέτμῃς: see ἔτετμον.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τέτμον
-
6 τέτμῃς
τέτμον, τέτμῃς: see ἔτετμον.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τέτμῃς
См. также в других словарях:
έτετμον — ἔτετμον και τέτμον (Α) (επικ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) συνάντησα, βρήκα τυχαία («τὴν δ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῡσαν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέτμον] … Dictionary of Greek
ἔτετμον — τέτμον overtake aor ind act 3rd pl τέτμον overtake aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτμον — και ἔτετμον Α (επικ. αόρ. χωρίς ενεστ.) 1. κατέφθασα, έφθασα, βρήκα 2. έγινα μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τον αόρ. ενός αμάρτυρου ρ., σχηματισμένο με διπλασιασμό από μια μηδενισμένη βαθμίδα τμ (πρβλ. αόρ. ἔ πε φν ον, βλ. λ.… … Dictionary of Greek