-
1 έτειος
-
2 ἔτειος
-
3 ἔτειος
-
4 ἔτειος
A yearly, annual,ἄεθλα Pi.I.4(3).67
; ; of the year,ὧραι Thphr.Od. 68
;μεταλλαγαί E.Fr. 330
(prob.) ; ἐτεία, ἡ, yearly board of officials or the term of such a board, SIG559.45 (Magn. Mae., iii B. C., but Arc.): neut. pl. ἔτεια, as Adv., Lyc.721. -
5 έτειον
-
6 ἔτειον
-
7 ετείας
-
8 ἐτείας
-
9 ετείων
-
10 ἐτείων
-
11 έτεια
-
12 ἔτεια
-
13 έτειοι
-
14 ἔτειοι
-
15 ετείαις
-
16 ἐτείαις
-
17 ετείοις
-
18 ἐτείοις
-
19 ετείους
-
20 ἐτείους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος … Dictionary of Greek
ἔτειος — yearly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείων — ἔτειος yearly fem gen pl ἔτειος yearly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειον — ἔτειος yearly masc acc sg ἔτειος yearly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείαις — ἔτειος yearly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείοις — ἔτειος yearly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείους — ἔτειος yearly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείῳ — ἔτειος yearly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειοι — ἔτειος yearly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek