Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔσχισα

См. также в других словарях:

  • ἔσχισα — σχίζω split aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η …   Dictionary of Greek

  • κοσταρίζω — και κοστάρω (M) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάπου 2. προσορμίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσταρισμένος, η, ον κοντινός, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοστάρησα τού κοστάρω, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • κρατίζω — (Μ κρατίζω) 1. κρατώ 2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ νεοελλ. παρακρατώ μσν. 1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι 2. μέσ. κρατίζομαι κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το… …   Dictionary of Greek

  • μπουσουλίζω — μπουσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκίζω — και ξεσχίζω 1. σχίζω εντελώς, κουρελιάζω 2. γρατσουνίζω («η γάτα τής ξέσκισε το χέρι») 3. μτφ. νικώ κάποιον με μεγάλη διαφορά 4. (το μέσ.) ξεσκίζομαι α) σχίζω το ένδυμα που φορώ («έπεσα κάτω και ξεσκίστηκα») β) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό… …   Dictionary of Greek

  • σκαλώνω — Ν [σκάλα] 1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι 2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ 3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • σκίζω — και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»