-
1 ἔσχαρος
-
2 ἔσχαρος
ἔσχαρος, ὁ, ein Fisch -
3 κόρις
κόρις, ιος, att. εως, ὁ, bei Sp. auch ἡ, was Phryn. 307 verwirft; B. A. 1391 wird von Choerobosc. auch als fehlerhaft τὰς κόριδας angeführt; – die Wanze; οἱ κόρεις Ar. Ran. 115, öfter, der sie Nubb. 710 auch komisch Κορίνϑιοι nennt; Arist. H. A. 5, 31 u. Sp. – Bei Ath. VII, 330 a ein Fisch, = ἔσχαρος. – Eine Art Johanniskraut, Diosc.
См. также в других словарях:
έσχαρος — ἔσχαρος, ὁ (Α) [εσχάρα] είδος ψαριού, αλλ. κόρις, πιθ. είδος γλώσσας … Dictionary of Greek
ἔσχαρος — a fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρων — ἔσχαρος a fish masc gen pl ἐσχαρόω form an eschar imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρως — ἔσχαρος a fish masc acc pl (doric) ἐσχαρόω form an eschar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσχαρον — ἔσχαρος a fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ящерица — укр. ящiрка, блр. ящерка, др. русск. ɪащеръ м., ɪащера ж., ст. слав. аштеръ σαύρα (Супр.), сербохорв. jа̏ште̑р ящерица , словен. jâščerica, чеш. ještěr ящерица, дракон , ještěrka ящерица , слвц. jаštеr ящерица, дракон , др. польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… … Dictionary of Greek