-
1 έσυρον
-
2 ἔσυρον
-
3 σύρω
σύρω impf. ἔσυρον; fut. 1 pl. συροῦμεν 2 Km 17:13; aor. 3 pl. ἔσυραν 4 Macc 6:1; 2 aor. pass. ptc. συρείς Mel. (Aristot.; Theocr. et al.; pap, LXX; TestSol 6:10; Joseph.; Mel., P. 71, 515) drag, pull, draw, drag away τὶ someth. (cp. PFlor 158, 7 τὸ ταυρικὸν σύρει τὰ ξύλα) σύροντες τὸ δίκτυον dragging in the net J 21:8 (ς. in catching fish: Plut., Mor. 977f). Of the dragon in heaven: ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων his tail swept away a third of the stars Rv 12:4.—τινά drag someone away (by force) (Ps.-Theocr., Hymn to the Dead Adonis ln. 12 [Bucoliques Grecs ed. ELegrand 1925 vol. II p. 112] ἔσυρον αἰχμάλωτον; Epict. 1, 29, 16; 22; Jos., Bell. 1, 452; 2, 491, Ant. 20, 136.—4 Macc 6:1 ἐπί τι; Mel., P. 71, 515 εἰς σφαγήν) Ac 8:3; GPt 3:7 (cp. Eutecnius 4 p. 41, 33 σύρειν αἰσχρῶς κατὰ γῆς). ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας Ac 17:6.—ὡς δὲ ἐσύρετο as he (Paul) was dragged (into the amphitheater) AcPl Ha 4, 11. Of a (supposedly) lifeless human body (Herodian 1, 13, 6; 5, 8, 9) ἔσυρον ἔξω τῆς πόλεως Ac 14:19. S. κατασύρω.—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ἔσυρον — ἔσῡρον , σύρω draw imperf ind act 3rd pl ἔσῡρον , σύρω draw imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία τής Ακρόπολης από τους Τούρκους 2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής τής αστυνομίας μσν. αρχ. πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek