Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔσυρε

См. также в других словарях:

  • ἔσυρε — ἔσῡρε , σύρω draw aor ind act 3rd sg ἔσῡρε , σύρω draw imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αγραφιώτισσα, Αργυρώ — Aγωνίστρια του 1821. Καπετάνισσα που έδρασε στα Άγραφα και παραλληλίζεται με τις Σουλιώτισσες στη γενναιότητα. Σε ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι η A. έσυρε στο λημέρι της τον κλέφτη καπετάν Μανώλη και τον τιμώρησε αυστηρά, γιατί δεν φερόταν …   Dictionary of Greek

  • Αλκυονεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Γίγαντες, γιος του Ουρανού και της Γης και πατέρας των Αλκυονίδων. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής επιστρέφοντας από την Τροία και ύστερα από πρόσκληση της Αθηνάς πήγε στη Φλέγρα, όπου διεξαγόταν η σύγκρουση των… …   Dictionary of Greek

  • Ανεμογιάννης, Γεώργιος ή Παξινός — (1798 – 1821).Αγωνιστής του 1821 από το Γάιο των Παξών. Κατατάχτηκε ναύτης στο πλοίο Οι Σύμμαχοι της Μπουμπουλίνας, το οποίο κυβερνούσε ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλόφ. Συμμετείχε με το πλοίο αυτό στον αποκλεισμό της Ναυπάκτου και στην επίθεση… …   Dictionary of Greek

  • Κλαυδία — I Όνομαιστορικώνπροσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Εστιάδα (3ος αι. π.Χ.). Έγινε γνωστή από μία παράδοση που συνδέεται με τον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο. Οι Ρωμαίοι, για να σωθούν από τον Αννίβα, αποφάσισαν να μεταφέρουν τον μαύρο λίθο της Πεσσινούντας… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χάβιλαντ, Ολίβια — (Olivia de Havilland, Τόκιο 1916 –). Βρετανίδα ηθοποιός. Οι γονείς της ήταν στην Ιαπωνία όταν γεννήθηκε, μετακόμισαν στην Καλιφόρνια και η ίδια μπήκε στην υποκριτική ως ανακάλυψη τους Μάξ Ράινχαρτ. Εγινε γνωστή κυρίως από τις γεμάτες πάθος… …   Dictionary of Greek

  • λεβεντονιός — ο νέος λεβέντης: Ένας λεβεντονιός έσυρε το χορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»