-
1 Sometimes
adv.P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213),V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἐστιν ὅτε.In some places: P. ἔστιν ᾗ, V. ἔστιν οὗ (Eur., Or. 638).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sometimes
-
2 Time
subs.Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.What time is it? Ar. and P. πηνίκα ἐστί;About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. Seeing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).At another time: P. and V. ἄλλοτε.At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.At one time: see Once.At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).At the time of: P. παρά (acc.).To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).At that time: see Then.At what time? P. and V. πότε;For a time: P. and V. τέως.For the third time: P. and V. τρίτον, P. τὸ τρίτον.From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.From time to time: P. and V. ἀεί.In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).In the time of: Ar. and P. ἐπί (gen.).Lose time, v.: see waste time.Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρίβειν, βραδύνειν, Ar. and P. διατρίβειν: see Delay.Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.Many times: P. and V. πολλάκις.Three times: P. and V. τρίς.A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).——————subs.Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).——————v. trans.Measure: P. and V. μετρεῖν.Well-timed, adj.: see Timely.Ill-timed: P. and V. ἄκαιρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time
-
3 Now
adv.Already: P. and V. ἤδη.As things are: P. and V. νῦν.Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.Till now: see Hitherto.As connecting particle: P. and V. οὖν, μὲν οὖν, γαρ.Come now: P. and V. φέρε, φέρε δή, ἄγε, εἶα, εἶα δή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Now
-
4 Occasionally
adv.Sometimes: P. and V. ἐνίοτε, P. ἔστιν ὅτε, V. ἔσθʼ ὅτε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Occasionally
-
5 Then
adv.At that time: P. and V. τότε, ἐνταῦθα.At that moment: P. and V. τηνικαῦτα.After that: P. and V. ἔπειτα, εἶτα.From then: P. and V. ἐνθένδε.Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου.Until then: P. μέχρι τότε.Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.In that case: P. ἐκείνως.——————conj.In questions: P. and V. δῆτα.In strong prohibitions: P. and V. δῆτα (Dem. 574 and 575; Eur., Med. 336).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Then
-
6 Represent
v. trans.Portray: P. and V. εἰκάζειν, P. παραδεικνύναι.Represent in a bad light: P. κακῶς εἰκάζειν περί (gen.) (Plat., Rep. 377E).Represent as: P. κατασκευάζειν, Ar. and P. ἀποφαίνειν.He will represent us as drunkards and brawlers: P, ἡμᾶς... παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει (Dem. 1261).He tried to represent that I was the cause of what occurred in Euboea: P. τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων... ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι κατεσκεύαζε (Dem. 550).He has represented the rowers one and all as bowmen: P. τοξότας γὰρ πάντας πεποίηκε τοὺς προσκώπους (Thuc. 1, 10; cf. Eur., Tro. 981).Represent by imitation: P. ἀπομιμεῖσθαι.Represent ( a character): P. ὑποκρίνεσθαι.Represent Antigone: P. Ἀντιγόνην ὑποκρίνεσθαι.When he represented the sorrows of Thyestes: P. ὅτε μὲν τὰ Θυέστου... κακὰ ἠγωνίζετο (Dem. 449).It is the special privilege of third-rate actors to represent kings and sceptered personages: P. ἐξαίρετόν ἐστιν ὥσπερ γέρας τοῖς τριταγωνισταῖς τὸ τοὺς τυράννους καὶ τοὺς τὰ σκῆπτρα ἔχοντας εἰσιέναι (Dem. 418).Suggest: Ar. and P. εἰσηγεῖσθαι; suggest.Represent a person, look after his interests: P. and V. προξενεῖν (gen.).Champion: P. and V. προστατεῖν (gen.).I as representing the greatest city ask you to come to terms: P. ἐγὼ... πόλιν μεγίστην παρεχόμενος... ἀξιῶ... συγχωρεῖν (Thuc. 4, 64).I came forward though with no mandate to represent our house: V. ἐξῆλθον οὐ ταχθεῖσα πρεσβεύειν γένους (Eur., Herac. 479).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Represent
См. также в других словарях:
εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
ευσύμβατος — εὐσύμβατος, ον (Μ) αυτός που συμβαδίζει, που συμφωνεί εύκολα («διάφοροι ἔστιν ὅτε καὶ οὐδὲ εὐσύμβατοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βατός (< συμ βαίνω)] … Dictionary of Greek
κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… … Dictionary of Greek
ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… … Dictionary of Greek
πόστος — η, ον, Α (ερωτ. αντων.) ποιος στη σειρά, ποιος ως προς την αριθμητική σειρά («πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία σχηματίστηκε από αμάρτυρο αρχ. *ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική… … Dictionary of Greek
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia