-
1 έσπλοι
-
2 ἔσπλοι
См. также в других словарях:
ἔσπλοι — εἴσπλοος sailing in masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έσπλοι
2 ἔσπλοι
ἔσπλοι — εἴσπλοος sailing in masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)