-
1 έσκλητος
-
2 ἔσκλητος
-
3 ἔσκλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔσκλητος
См. также в других словарях:
ἔσκλητος — an assembly of Notables fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έσκλητος
2 ἔσκλητος
3 ἔσκλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔσκλητος
ἔσκλητος — an assembly of Notables fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)