-
1 έσκαψα
-
2 ἔσκαψα
-
3 σκάπτω
A , ([etym.] κατα-) E.HF 566: [tense] aor.ἔσκαψα Hp.Art.12
, ([etym.] κατ-) Hdt.7.156, etc.: [tense] pf. ἔσκᾰφα ([etym.] κατ-) Isoc. 14.7,35:—[voice] Pass., [tense] fut. σκᾰφήσομαι ([etym.] ἀπο-) Polyaen.5.10.3, ([etym.] κατα-) J.AJ20.6.1: [tense] aor. ἐσκάφην [pron. full] [ᾰ] LXX Is.5.6, Gp.12.5.1, ([etym.] κατ-) E.Hec. 22, etc.: [tense] pf. , Luc.Gall.6 :— dig, abs., Hp.Art. 12, Pl.Lg. 778e;σ. τἆλλά τε μοχθεῖν Ar.Pl. 525
: prov.,σ. οὐκ ἐπίσταμαι Id.Av. 1432
, cf.Fr. 221, Ev.Luc.16.3:—[voice] Med.,σ. δικέλλῃ Ps.-Phoc. 158
.II c. acc.,1 dig, delve, for cultivation,σκάπτων, ἀρῶν γῆν, ποιμνίοις ἐπιστατῶν E.Fr. 188
, cf. X.Oec.16.15;τοὺς ἀμπελῶνας D.S.4.31
;ὑπόλιθον γῄδιον Luc. Tim.31
.2 dig about, cultivate by digging, φυτὰ ς. (as we say to hoe turnips) h.Merc.90, cf. X.Oec. 20.20: metaph., σκάπτει, μοχλεύει θύρετρα digs about them, digs them up, E.HF 999.3 of the result, σ. τάφρον dig a trench, Th. 4.90; σ. βαθεῖαν (sc. τάφρον) Thphr.CP3.20.4;θεμελίους Luc.Alex. 10
:—[voice] Pass., τὰ ἐσκαμμένα,=σκάμμα 11.2
, hence, metaph., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι to leap too far, or further than seemed possible, Pl.Cra. 413a, cf. Luc.Gall.6, Lib.Ep. 438, Or.64.69 (v.l. ὑπὲρ τὸ σκάμμα); cf.σκάμμα 11
, ὑποσκάπτω. -
4 σκάπτω
σκάπτω fut. σκάψω; 1 aor. ἔσκαψα. Pass.: 2 aor. ἐσκάφην; pf. ptc. ἐσκαμμένος (s. σκάμμα; Hom. Hymns, Thu. et al.; ins, pap; Is 5:6; TestJob 39:8, 11)① to dig into the ground, dig, intr. (Aristoph. et al.; BGU 1119, 23 [I B.C.] σκάπτειν καὶ ποτίζειν) σκάπτειν οὐκ ἰσχύω Lk 16:3 (s. texts cited in Wetstein; the proverbial expr. Aristoph., Av. 1432 σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι and Galen, Protr. 13 p. 42, 1ff John: ἰσχύς enough to σκάπτειν. Digging is the hardest kind of work [Chariton 8, 8, 2; Appian, Liby. 15 §61]; an uneducated workman must engage in it [Diog. L. 7, 169; Ps.-Phoc. 158]). σκ. καὶ βαθύνειν (s. βαθύνω) 6:48 (Stephan. Byz. s.v. Ἄργιλος: σκάπτειν εἰς τὸ θεμελίους καταβαλέσθαι).② to dig for agricultural purposes, cultivateⓐ intr. περὶ αὐτήν dig around it (with a hoe or mattock) of a fig tree Lk 13:8 (cp. Diod S 5, 41, 6 περισκαπφείσης τ. γῆς ἀπὸ τῶν ῥίζων).ⓑ trans. dig (up), spade (up) τὶ someth. τὸν ἀμπελῶνα (Diod S 4, 31, 7; PLond II, 163, 33 p. 183 [I A.D.]) Hs 5, 2, 4. Pass. (Is 5:6) 5, 2, 5; 5, 6, 2.—B. 497. DELG.
См. также в других словарях:
ἔσκαψα — σκάπτω dig aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάφτω — καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκαψα τού καίω (κατά το σχήμα έραψα: ράφτω, έσκαψα: σκάφτω] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
έρεψα — (κατά το έσκαψα βλ. πίν. 7 , αόρ. του ρ. ρέβω, που δε χρησιμοποιείται) → δες σημείωση για ρ. ρέβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκάβω — σκάβω, έσκαψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)