-
1 έσθορε
-
2 ἔσθορε
-
3 εισθρωσκω
поэт. ἐσθρῴσκω (только aor. 2 ἔσθορον) вскакивать, устремляться(ἔσθορε Ἕκτωρ Hom.; δόμον τινός Aesch.)
-
4 εἰσθρῴσκω
A leap into or in,ὁ δ' ἄρ' ἔσθορε φαίδιμος Ἕκτωρ Il.12.462
, cf. 21.18 ;διάτινος Ael.NA14.24
: c. acc.,πρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον A.Th. 454
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσθρῴσκω
-
5 εἰςθρώσκω
εἰς-θρώσκω, aor. 2 ἔσθορε: spring in. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςθρώσκω
См. также в других словарях:
ἔσθορε — εἰσ θρῴσκω leap aor imperat act 2nd sg εἰσ θρῴσκω leap aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)