1 ἔρρους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔρρους
έρρους — ἔρρους ( οος), ουν ( οντος) (Α) αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρους (< ρέω)] … Dictionary of Greek