-
1 έρρεον
-
2 ἔρρεον
-
3 ερρέον
-
4 ἐρρέον
-
5 Ρ.
Ρ. Many words beginning with ρ originally began with two consonants, esp. ϝρ or σρ (ϝρήγνῦμι, σρέω), and the quantitative (metrical) effect of the two letters has been preserved in the frequent doubling of ρ ( ἔρρεον). What the initial consonant was cannot always be determined.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ρ.
-
6 ῥέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥέω
См. также в других словарях:
ἐρρέον — ἐν ῥέω flow pres part act masc voc sg ἐν ῥέω flow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρρεον — ῥέω flow imperf ind act 3rd pl ῥέω flow imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek