-
1 έροιτ'
-
2 ἔροιτ'
См. также в других словарях:
ἔροιτ' — ἔροιτο , ἔρομαι ask aor opt mid 3rd sg ἔροιτε , ἐρέω love pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έροιτ'
2 ἔροιτ'
ἔροιτ' — ἔροιτο , ἔρομαι ask aor opt mid 3rd sg ἔροιτε , ἐρέω love pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)