Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔρευξις

См. также в других словарях:

  • έρευξις — ἔρευξις, ἡ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός …   Dictionary of Greek

  • ἔρευξις — eructation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύξεις — ἔρευξις eructation fem nom/voc pl (attic epic) ἔρευξις eructation fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύξιες — ἔρευξις eructation fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύξιος — ἔρευξις eructation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρευξιν — ἔρευξις eructation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρυξις — ἔρυξις, ἡ (Α) [ερεύγομαι (I)] έρευξις, ρέψιμο …   Dictionary of Greek

  • ερευξίχολος — ἐρευξίχολος, ον (Μ) αυτός που βγάζει χολή, που κάνει εμετό χολή, χολερικός, οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευξις «ρέψιμο» + χολος (< χολή)) …   Dictionary of Greek

  • ἐρεύξῃ — ἐρεύξηι , ἔρευξις eructation fem dat sg (epic) ἐρεύγομαι belch out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»