Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔπ-ηλυς

См. также в других словарях:

  • όμηλυς — ὅμηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει κοινή καταγωγή («ὁμήλυδες λαοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυς (< θ. ἐλυθ , μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ἐλευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»). Το η τού ήλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»… …   Dictionary of Greek

  • κάτηλυς — κάτηλυς, ήλυδος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που κατέρχεται, κατερχόμενος 2. κατηφορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι») το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ ηλυς, σύν… …   Dictionary of Greek

  • μέτηλυς — μέτηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο 2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.) αρχ. (και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς… …   Dictionary of Greek

  • νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… …   Dictionary of Greek

  • έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • επήλυτος — ἐπήλυτος, ον (Α) ἔπηλυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω «έρχομαι») + τος. Το η τού ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • κατηλυσία — κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α) κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ ἄνοδος τε», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυσία (< ηλύτης < ηλυς, πρβλ. κάτ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. εισ ηλυσία, επ ηλυσία] …   Dictionary of Greek

  • ομηλυσία — ὁμηλυσία, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) συνοδεία κατά τη διάρκεια ταξιδιού, συντροφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυσία (< ηλύτης < ήλυς, πρβλ. όμ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. κατ ηλυσία] …   Dictionary of Greek

  • σύνηλυς — υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηλυς (< θ. εληθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. τού ρ …   Dictionary of Greek

  • ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… …   Dictionary of Greek

  • προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»