-
1 ὑπέρ-ακμος
ὑπέρ-ακμος, über die Jahre der Jugendkraft hinaus, N. T.
-
2 ἔπ-ακμος
-
3 ἔν-ακμος
-
4 ἔξ-ακμος
-
5 ἔνακμος
ἔν-ακμος, in Blüte, Kraft stehend -
6 ἔξακμος
-
7 ἔπακμος
-
8 ὑπέρακμος
См. также в других словарях:
υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… … Dictionary of Greek