-
1 έποικος
-
2 ἔποικος
-
3 εποικος
I2соседний(ἕδος Ἀσίας Aesch.)
IIὅ1) поселенец, колонист(ἐποίκους πέμπειν Thuc. или ἀποστέλλειν Isocr.)
2) пришелец, чужеземец Soph., Plat.3) живущий рядом, (местный) житель Soph., Plut. -
4 ἔποικος
1 colonist, settlerυἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
-
5 ἔποικος
ἔποικος, ὁ,A settler, sojourner, Pi.O.9.69.3 more freq., colonist, Ar.Av. 1307, IG9(1).334.5 (in [dialect] Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397 ; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6 ; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol. 1303a28,37 ;λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69
, cf.Ant.Lib.4.4, al.2 Subst. neighbour, S.OC 506.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔποικος
-
6 έποικος
ος, ον 1. колонизирующий (какую-л. местность); поселяющийся, переселяющийся;2. (ο, η) колонист, -ка; поселенец; переселенец -
7 ἔποικος
-
8 ἄπ-οικος
ἄπ-οικος, ὁ, der Auswanderer, Kolonist, in Beziehung auf das Mutterland; ἔποικος in Beziehung auf die Pflanzstadt; die Alten unterscheiden ἄποικος, Ansiedler in wüstem Lande, ἔποικος, Ansiedler, nach einer schon bestehenden Stadt geschickt; überall, bes. bei Geschichtsschreibern; übertr., Aesch. χάλυβος Σκυϑῶν ἄποικος Spt. 710, aus Seythien hierher gebracht; γῆς ἄποικον πέμπειν τινά Soph. O.R. 1518, ausdem Lande vertreiben.
-
9 έποικον
-
10 ἔποικον
-
11 ἄποικος
-
12 οἰκο-νομέω
οἰκο-νομέω, das Haus verwalten; ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία οἰκονομῶ ϑαλάμους πατρός, Soph. El. 190; τὴν οἰκίαν, Plat. Lys. 209 d; u. allgemein, verwalten, leiten, οὐδὲν δι' αὑτοῦ οἰκονομεῖν ὑπὲρ τῶν ὅλων, Pol. 4, 27, 6, Nichts in der Staatsverwaltung selbstständig bestimmen; auch pass., τὰ οἰκονομούμενα, die Verwaltung, 25, 2, 12; daher auch = zweckmäßig vertheilen, Plat. Phaedr. 256 e u. bes. Medic.
-
13 ἐπι-νάστιος
ἐπι-νάστιος (ναίω), = ἔποικος, als Fremdling eingezogen, Ap. Rh. 1, 795.
-
14 ἔπ-οικος
ἔπ-οικος, der nach einem schon bewohnten Orte geht u. sich dort niederläßt (ein Haus dazu baut), der Ansiedler, Pind. Ol. 9, 74, wo der Schol. erkl. τοὺς ἐνοικοῦντας ξένους; ἐποίκους ἔπεμψαν Ἀϑηναῖοι Thuc. 2, 27; Folgde; ἐποίκους ἀποστέλλειν εἰς χώραν Isocr. 5, 6. Vgl. aber ἄποικος. – Ankömmling, Fremdling, δοῦλος καὶ ἔποικος Plat. Legg. V, 742 a; Soph. El. 182. – Der Anwohnende, Nachbar, Soph. O. C. 507; adj., ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος Aesch. Prom. 409, wenn es nicht allgemeiner "bewohnt" ist.
-
15 иммигрант
ο έπηλυς, ο έποικος, ο μετανάστηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > иммигрант
-
16 έποικα
-
17 ἔποικα
-
18 έποικοι
-
19 ἔποικοι
-
20 εποίκοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔποικος — settler masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
έποικος — ο 1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο. 2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… … Dictionary of Greek