Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔπλυνε

См. также в других словарях:

  • ἔπλυνε — ἔπλῡνε , πλύνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg ἔπλῡνε , πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιδιπόδειος — α, ο (Α οἰδιπόδειος, α, ον, θηλ. και ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, α, ον) [Οιδίπους] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά… …   Dictionary of Greek

  • Ιούδας ο Ισκαριώτης — Ένας από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού, o οποίος, κατά την ευαγγελική αφήγηση, πρόδωσε τον διδάσκαλό του παραδίδοντάς τον στους ιερείς του Ναού για 30 αργύρια. Μετανοώντας όμως για την πράξη του επέστρεψε τα χρήματα και απαγχονίστηκε (Ματθαίος… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Μυστικός Δείπνος — Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός»… …   Dictionary of Greek

  • Σαρπηδών — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κατά τον Όμηρο, γιος του Δία και της Λαοδάμειας και εγγονός του Βελλερεφόντη. Όπως και ο ξάδελφος του Γλαύκος, ήταν κι αυτός πρίγκιπας των Λυκίων και σύμμαχος του Πρίαμου. Μαζί με το Γλαύκο, ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • άνιφτος — η, ο άπλυτος, κυρίως αυτός που δεν έπλυνε το πρόσωπό του: Τόσο βιαζόταν, ώστε έφυγε άνιφτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεκάνη — η 1. πλατύ ανοιχτό σκεύος για πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες: Έπλυνε τα ρούχα σε μια λεκάνη. 2. το δοχείο των αποχωρητηρίων: Καθάρισες τη λεκάνη της τουαλέτας; 3. λεκανοπέδιο ή κλειστή θάλασσα: Η λεκάνη της Μεσογείου. 4. μέρος του σκελετού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαπούνι — το ιού, πλυντική ουσία: Έπλυνε με σαπούνι τα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιόνι — το 1. νερό σε στερεή κατάσταση που σχηματίζεται στα σύννεφα και πέφτει στη γη: Πέφτει χιόνι. 2. πράγμα ψυχρό: Του έπιασα τα πόδια και είναι χιόνι. 3. πράγμα κατάλευκο: Έπλυνε τα πουκάμισα και τα καμε χιόνι. 4. φρ., «Eίναι μαθημένα τα βουνά από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»