-
121 ἐπι-νεύω
ἐπι-νεύω, zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι, mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῠ-σαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Ggstz ἀνανεύω, Plat. Rep. I, 351 c; μόγις πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληϑὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; ὑπέρ τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυϑι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔϑειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι ἠρέμα ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.
-
122 ἐπι-βιβάζω
ἐπι-βιβάζω, darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.
-
123 ἐπι-μιμνήσκω
ἐπι-μιμνήσκω (s. μιμνήσκω), nur Sp. – Gew. med., aor. ἐπεμνησάμην, u. bei den Attikern gewöhnlich ἐπεμνήσϑην, u. fut. neben ἐπιμνήσομαι auch ἐπιμνησϑήσομαι, Her. 2, 3 u. D. S. 14, 117; sich woran erinnern, gedenken; ἐπιμνησαίμεϑα χάρμης, an den Kampf gedenken, an den Kampf gehen, Il. 17, 103; τοῦ ὅγ' ἐπιμνησϑείς Od. 1, 31; ὅτ' ἐπιμνησαίμεϑα σεῖο 4, 191; in tmesi, ἐπὶ δὲ μνήσασϑε ἕκαστος παίδων Il. 15, 662; ἐπεὶ δὲ ἐπεμνησάμην ἀμειλίχων πόνων, erwähnen, Aesch. Ch. 614; μηδ' ἐπιμνησϑῇς ἔτι Τροίας Soph. Phil. 1386; so mit dem gen. Her. 1, 5. 177; Thuc. 1, 97 u. Folgde; ϑαμὰ ἐπιμέμνηνται Σωκράτους Plat. Lach. 180 e, sie sprechen oft von Sokrates; διὰ βραχέων ἐπιμνηστέον Tim. 20 e; περί τινος, Her. 2, 101; καὶ περὶ γυναικῶν ἐπεμνήσϑημεν ὡς..., Plat. Tim. 18 c; Xen. Cyr. 1, 6, 12 u. Sp., wie D. Sic. 14, 117; Her. vrbdt auch τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν, 6, 136, wie der acc. der Pronomina sich bei ihm findet, τοσαῦτα ἐπιμνησϑέντες, soviel erwähnend, anführend, 1, 14, vgl. 2, 3; auch mit ὅτι, ἐπεμνήσϑη τις, ὅτι καταλελοίποιεν Xen. Hell. 3, 2, 8.
-
124 ἐπι-μείλια
ἐπι-μείλια, Mitgift, aristarchische Lesart Iliad. 9, 147 ἐγὼ δ' ἐπιμείλια δώσω πολλὰ μάλα und 9, 289 ὁ δ' αὖτ' ἐπιμείλια δώσει πολλὰ μάλα; Apollodor und Alexion lasen getrennt ἐπὶ μείλια, s. Scholl. Herodian. 9, 147 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 110.
-
125 ἐπι-δαψιλεύομαι
ἐπι-δαψιλεύομαι, dep. med., noch dazu, reichlich, im Ueberfluß geben, τινί τι, Her. 5, 20; τινί τινος, Xen. Cyr. 2, 2, 15; τινί, dazu setzen, Luc. D. mort. 30, 2; dah. ausführlich über Etwas sein, ἐπί τινος, D. Hal. rhet. 6, 2 u. a. Sp. – Das act. ἐπιδαψιλεύω, in intrans. Bdtg, im Ueberfluß vorhanden sein, Ister bei Ath. XIV, 650 c.
-
126 ἐπι-δι-ετές
ἐπι-δι-ετές, richtiger ἐπὶ διετές geschr. s. d. W.
-
127 ἐπι-δια-βαίνω
ἐπι-δια-βαίνω (s. βαίνω), noch dazu, nach einem Andern übergehen, übersetzen; διαβάντων δὲ τούτων τὸν ποταμόν, οἱ Πέρσαι ἐπιδιαβάντες ἐδίωκον Her. 4, 122; 6, 70; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 4; τάφρον Thuc. 6, 101. – Gegen Einen übersetzen, ἐπὶ τοὺς βαρβάρους Pol. 3, 14, 8, öfter; τινί, Strab. II, 116 u. a. Sp.; auch übertr., ἐπιδιέβαινε ταῖς ἐλπίσι καὶ μικρὸν οὐδὲν ἐπενόει Ios.
-
128 ἐπι-δείελα
ἐπι-δείελα, gegen Abend, Hes. O. 810. 821, auch ἐπὶ δείελα geschrieben.
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek