-
1 έπιλλος
-
2 ἔπιλλος
-
3 ἔπιλλος
ἔπιλλ-ος, ον,A leering, squinting, Eust.206.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔπιλλος
-
4 ἰδεῖν
Grammatical information: v.Meaning: `behold, recognise' (Il.).Derivatives: ἰδέα, ἰδανός, s. v.; also ἰδανικὸς κόσμος `world of ideas' (Ti. Locr. 97d). Note ἰλλός = ὀφθαλμός (H., e. g. s. ἔπιλλος) not with v. Blumenthal Hesychst. 36 for IE *u̯id-lo-, s.v. but from ἔπιλλος παράστραβος, ἰλλώπτειν στραβίζειν a. o. frely created, cf. on ἰλλός.Etymology: Old thematic root-aorist, formally identical with Arm. egit and Skt. ávidat `he found', IE *é-u̯id-e-t. Cf. also Lat. videō. The perfect was οἶδα `I know', s. v.; as present Greek had ὁράω (s.v.). - S. also ἰνδάλλομαι, εἴδομαι, εἶδος.Page in Frisk: 1,708-709Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰδεῖν
-
5 έπιλλοι
-
6 ἔπιλλοι
См. также в других словарях:
έπιλλος — ἔπιλλος, ον (Μ) αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)] … Dictionary of Greek
ἔπιλλος — leering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπιλλοι — ἔπιλλος leering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλλίζω — ἐπιλλίζω (Α) [έπιλλος] 1. γνέφω, κλείνω το μάτι 2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω 3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή … Dictionary of Greek
επιλλώπτω — ἐπιλλώπτω (Α) [έπιλλος] κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη τού ματιού, στραβοκοιτάζω … Dictionary of Greek