-
1 παυω
(fut. παύσω и παύσομαι; aor. ἔπαυσα - эп. παῦσα, conjct.: 3 л. sing. παύσῃ - эп. παύσῃσι, 1 л. pl. παύσωμεν - эп. παύσομεν; pf. πέπαυκα; fut. 3 πεπαύσομαι; pass.: fut. παυθήσομαι, aor. ἐπαύθην - реже ἐπαύσθην, pf. πέπαυμαι)1) сдерживать, обуздывать, укрощать, смирять(ἄγριον ἄνδρα Hom.)
ἐπαύσατο, χωόμενός περ Hom. — (Зевс) сдержался, хотя и был разгневан;π. ῥαψῳδοὺς ἀγωνίζεσθαι Her. — запретить рапсодам состязания;π. τινὰ τῆς βοῆς Soph. — помешать кому-л. кричать;π. τινὰ μέ προδέρκεσθαι μόρον Aesch. — заставить кого-л. не думать о предстоящей смерти2) останавливать, прерывать, заставлять умолкнуть(ἐνθέους γυναῖκας Soph.)
Μαρδόνιος ἐπέπαυτο Her. — Мардоний умолк;παῦσαι τόξον Hom. — отложить лук в сторону3) подавлять, приканчиватьπεπαύμεθ΄ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σὲ παύσομεν Soph. — мы (сами) погибли и (следовательно) не сможем погубить тебя (слова Электры, обращенные к матери)
4) прекращать, унимать, успокаивать(πόλεμον, νεῖκος Hom.; λύπας ᾠδαῖς, π. πόντου σάλον Eur.)
π. τοὺς γαμους Soph. — предотвращать женитьбу;ταῦτ΄ εἰπὼν τότε μὲν ἔπαυσε λόγον Xen. — сказав это, он умолк;π. ὀδυνάων Hom. — утолять боли;γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν Soph. — мы прекратим ликование врагов;παύεσθαι τῆς ὀργῆς Lys. — унять свой гнев;med.-pass. — прекращаться, утихать (αἷμα ἐπαύσατο Hom.; καὴ ἐπαύσαντο, sc. ὅ ἄνεμος καὴ ὅ κλύδων NT.)5) удерживать(τινὰ μάχης Hom.; τέν γλῶσσαν ἀπὸ κακοῦ καὴ χείλη τοῦ μέ λαλῆσαι δόλον NT.)
6) смещать, отстранять(τινὰ τῆς βασιλείας Her.)
στρατηγοῦντά τινα π. Dem. — отстранить кого-л. от командования7) спасать, избавлять(ἐκ κακῶν τινα Soph.)
; med.-pass. избавляться(ἐκ μεγάλων ἀχέων Arph.)
8) переставать(παῦε ὀρχούμενος Arph.; παῦε, μέ λέξῃς πέρα Soph.)
παῦε τοῦ λόγου! Arph. — довольно слов!, замолчи!;παύεται διψῶν Xen. — у него больше нет жажды;πέπαυμαι λέγων Plat. — я кончил говорить -
2 παύω
(αόρ. έπαψα и έπαυσα) 1. μετ.1) прекращать; переставать, бросать; πάψε να γελάς перестань смеяться; παύσατε πυρ! воен, прекратить огонь!; 2) увольнять, сокращать; 3) запрещать издание (газеты, книги и т. д.); 2. αμετ. 1) переставать, прекращаться; утихать; έπαψαν τα βάσανα кончились мучения; 2) переставать говорить, замолкать, умолкать; δεν παύει το στόμα του он болтает не закрывая рта; πάψε! замолчи!, перестань!
См. также в других словарях:
ἔπαυσα — ἔπαῡσα , ἐπαύω shout over aor ind act 1st sg (homeric ionic) παύω make to end aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — παύω, έπαψα και έπαυσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πλέγω — (I) και πλέκω και πλέχω ΝΜ πλέω, επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή τού ψ σε ξ ) αόρ. τού πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα ανοίγω]. (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πλέκω … Dictionary of Greek
παύομαι — παύομαι, παύτηκα και παύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἔπαυσ' — ἔπαῡσαι , ἐπαύω shout over aor imperat mid 2nd sg ἔπαῡσα , ἐπαύω shout over aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔπαῡσε , ἐπαύω shout over aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔπαυσα , παύω make to end aor ind act 1st sg ἔπαυσε , παύω make to end… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pēu- : pǝu- : pū̆ - — pēu : pǝu : pū̆ English meaning: to hit; sharp Deutsche Übersetzung: ‘schlagen; scharf, schneidend hauen” Material: Lat. paviō, īre “hit, stomp”, depuvere “caedere”, pavīmentum “geschlagener Boden, Estrich”; from a participle… … Proto-Indo-European etymological dictionary