-
1 έπαυλος
-
2 ἔπαυλος
-
3 ἔπαυλος
2 generally, dwelling, home, A.Pers. 870 (lyr.), S.OCl. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔπαυλος
-
4 ἔπαυλος
ἔπ - αυλος ( αὐλή, ‘adjoining the court’): pl., cattle stalls, stables, Od. 23.358†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔπαυλος
-
5 έπαυλ'
ἔπαυλι, ἔπαυλιςsteading: fem voc sgἔπαυλα, ἔπαυλοςfold: neut nom /voc /acc plἔπαυλε, ἔπαυλοςfold: masc voc sg -
6 ἔπαυλ'
ἔπαυλι, ἔπαυλιςsteading: fem voc sgἔπαυλα, ἔπαυλοςfold: neut nom /voc /acc plἔπαυλε, ἔπαυλοςfold: masc voc sg -
7 επαύλων
-
8 ἐπαύλων
-
9 έπαυλα
-
10 ἔπαυλα
-
11 επαύλους
-
12 ἐπαύλους
-
13 αὐλή
Grammatical information: f.Meaning: `open court, courtyard' (seit Il.).Etymology: αὐλή, αὖλις are derivations of the root of ἰ-αύω, ἄεσα `pass the night (in the open air)' (s. v.), also seen in Arm. aw-t` `place to pass the night' and ag-anim `pass the night'. Also supposed in Toch. B aulāre, A olar `companion'.Page in Frisk: 1,186Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐλή
См. также в других словарях:
έπαυλος — ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή] (συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα) τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί … Dictionary of Greek
ἔπαυλος — fold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύλων — ἔπαυλος fold masc gen pl ἔπαυλος fold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύλους — ἔπαυλος fold masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαυλα — ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαυλ' — ἔπαυλι , ἔπαυλις steading fem voc sg ἔπαυλα , ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl ἔπαυλε , ἔπαυλος fold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek