Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔπαρχος

См. также в других словарях:

  • ἔπαρχος — commander masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • έπαρχος — ο ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, προϊστάμενος της επαρχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την …   Dictionary of Greek

  • ἐπάρχω — ἔπαρχος commander masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔπαρχος commander masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπάρχω rule over pres subj act 1st sg ἐπάρχω rule over pres ind act 1st sg παραχώννυμι throw up beside imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαρχον — ἔπαρχος commander masc/fem acc sg ἔπαρχος commander neut nom/voc/acc sg ἐπάρχω rule over imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπάρχω rule over imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρχοις — ἔπαρχος commander masc/fem/neut dat pl ἐπάρχω rule over pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρχου — ἔπαρχος commander masc/fem/neut gen sg ἐπά̱ρχου , ἐπάρχω rule over imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐπάρχω rule over pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπάρχω rule over imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) παραχώννυμι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρχους — ἔπαρχος commander masc/fem acc pl παραχώννυμι throw up beside imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρχων — ἔπαρχος commander masc/fem/neut gen pl ἐπάρχω rule over pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρχῳ — ἔπαρχος commander masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»