-
1 επαγρος
См. также в других словарях:
έπαγρος — ἔπαγρος, ον (Α) 1. ο ικανός στο κυνήγι, αγρευτικός (Ησύχ.) 2. ο τυχερός στο κυνήγι (Ησύχ.) 3. άγριος (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
ἔπαγρος — in quest of prey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαγρον — ἔπαγρος in quest of prey masc/fem acc sg ἔπαγρος in quest of prey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαγροι — ἔπαγρος in quest of prey masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)