-
1 εοιγμεν
См. также в других словарях:
ἔοιγμεν — ἔοικα as perf ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εοιγμεν
ἔοιγμεν — ἔοικα as perf ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)