Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔξω-θεν

  • 1 εξωθεν

         ἔξωθεν
        I
        adv.
        1) извне, снаружи
        

    (ἐπιφαίνεσθαι Thuc.; εἰσελθεῖν Plat.; πολιτεῖαι λύονται ἔ. Arst.)

        2) вне, снаружи
        

    (ὅ ἔ. ἀνήρ Arst.)

        αἱ ἔ. πόλεις Plat. — иноземные государства;
        οἱ ἔ. Her. — посторонние лица, Plut. иноземцы, NT. язычники;
        οἱ ἔ. λόγοι Dem., Arst. — не относящиеся к делу слова;
        τὰ ἔ. Aesch., Eur., Xen., Arst.внешние дела или обстоятельства

        II
        praep. cum gen. вне
        

    (δόμων Eur.; ἔ. τοῦ ὑγροῦ μένειν Arst.)

        συμφορᾶς ἂν ἔ. εἴην Soph. (это) несчастье не коснулось бы меня;
        ἔ. τῶν ὅπλων Xen. — впереди (сложенного) оружия, т.е. впереди лагеря;
        ὅ δειμάτων ἔ. Eur.не питающий опасений

    Древнегреческо-русский словарь > εξωθεν

См. также в других словарях:

  • έξωθεν — (AM ἔξωθεν) επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος») μσν. νεοελλ. φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία» (κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμου αρχ. μσν. 1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν …   Dictionary of Greek

  • έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… …   Dictionary of Greek

  • ερεβόθεν — ἐρεβόθεν (Α) επίρρ. από το έρεβος, από το σκοτάδι που είναι κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση πρβλ. άνω θεν, έξω θεν)] …   Dictionary of Greek

  • πρωΐθεν — ΜΑ επίρρ. από το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. έξω θεν)] …   Dictionary of Greek

  • υπεράνωθεν — ΜΑ επίρρ. 1. από ψηλά, από πολύ ψηλά προς τα κάτω 2. πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράνω + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἔξω θεν)] …   Dictionary of Greek

  • θύραθεν — (ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε) επίρρ. 1. απ έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα 2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός 3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» η κλασική παιδεία …   Dictionary of Greek

  • en1 —     en1     English meaning: in, *into, below     Deutsche Übersetzung: “in”     Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it).     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • de-, do- —     de , do     English meaning: a demonstrative stem     Deutsche Übersetzung: Demonstrativstamm, partly ich deiktisch; Grundlage verschiedener Partikeln     Material: Av. vaēsmǝn da “ up there to the house “; Gk. δε in ὅ δε, ἥ δε, τό δε “ that… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κλισίηθεν — (Α) επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / η + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως και από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»