Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔξεδρος

См. также в других словарях:

  • έξεδρος — ἔξεδρος, ον (Α) [έδρα] 1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ ἔντοπος», Σοφ.) 2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.) 3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι 4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες»,… …   Dictionary of Greek

  • ἔξεδρος — away from home masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξεδρον — ἔξεδρος away from home masc/fem acc sg ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξεδρα — ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξεδροι — ἔξεδρος away from home masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»