-
1 εξεδρος
21) находящийся вне дома, отсутствующий(φυγάδες ἔξεδροι χθονός Eur.)
ἔ. γενόμενος ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arst. — покинувший свои обычные места;ἔ. φρενῶν Eur. — безумный;ἔξεδρον χώραν ἔχων ὄρνις Arph. — нездешняя птица, предполож. зловещая2) необычный, небывалый(ἔ. τῆς μοχθηρίας ὑπερβολή Arst.)
-
2 εντοπος
I2местный, здешний(οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ΄ ἔ. ἀνήρ Soph.; θεοί Plat.)
IIὅ местный житель Soph.
См. также в других словарях:
έξεδρος — ἔξεδρος, ον (Α) [έδρα] 1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ ἔντοπος», Σοφ.) 2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.) 3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι 4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες»,… … Dictionary of Greek
ἔξεδρος — away from home masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξεδρον — ἔξεδρος away from home masc/fem acc sg ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξεδρα — ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξεδροι — ἔξεδρος away from home masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)