-
1 ἐξαρνέομαι
Aἐξηρνησάμην Hdt.3.74
, [dialect] Att. , Lg. 949a, Cret. [tense] aor. subj.ἐξαννήσεται Leg.Gort.3.6
:—deny utterly, τὸν φόνον Hdt.l.c.;οὔ τοι τοῦτό γ' ἐξαρνήσομαι E.Hel. 579
, etc.; should deny a debt,Ar.
Ec. 660;μὴ λαβεῖν ἐξαρνούμενος D.27.16
;οὐκ ἐ. πράττειν Aeschin.3.250
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρνέομαι
-
2 ἐξάρνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάρνησις
-
3 ἐξαρνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρνητικός
-
4 ἔξαρνος
ἔξαρν-ος, ον,A denying: ἔ. εἰμι or γίγνομαι, = ἐξαρνέομαι, abs., Ar. Nu. 1230, Antipho5.51, And.1.12, etc.;οὐ πώποτε ἔ. ἐγενόμην Pl. Hp.Mi. 372c
;ἔ. γίγνεσθαι περί τινος D.23.176
;ὑπέρ τινος D.H.7.34
; alsoἔ. εἶναί τι Lys.3.27
, cf. Pl.Chrm. 158c;ἔ. ἦν τοῦ φόνου J.AJ14.11.4
: freq. folld. by μή c. inf.,ἔ. ἦν μὴ.. ἀποκτεῖναι Σμέρδιν Hdt.3.67
, cf. Ar.Pl. 241;ἔ. γεγονέναι τὸ παράπαν μηδ' εἶναι ψεῦδος Pl.Sph. 260d
;τὸ καλὸν μὴ καλὸν εἶναι Id.Hp.Ma. 288c
; by μὴ οὐ.., Luc.DMort.14.1; alsoἔ. ἦ μὴν οὐκ ἐγερεῖσθαι τὸ τεῖχος Polyaen.1.30.5
;ἔ. ἐγένετο ὡς οὐ.. D.34.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξαρνος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский