-
1 έξαρμα
-
2 ἔξαρμα
-
3 εξαρμα
-
4 ἔξαρμα
II meridian height or elevation of the heavenly bodies,τοῦ ἡλίου Str.2.1.18
, cf. 1.1.21;τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6
, Gem.6.24, Plu.Mar.11, Ptol.Alm.2.3,6, Tetr.76; opp. ἀντέξαρμα, Theol.Ar.25;τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f
. -
5 έξαρμα
τό1) вздутие; опухоль; отёк; 2) астр. высота; возвышение (по меридиану);έξαρμα του Πόλου — высота небесного свода
-
6 ἔξαρμα
ἔξ-αρμα, τό, die Erhebung, Geschwulst. Von den Himmelskörpern: ihre Höhe am Himmel; von der Polhöhe -
7 εξαρμάτων
-
8 ἐξαρμάτων
-
9 εξάρματα
-
10 ἐξάρματα
-
11 εξάρματι
-
12 ἐξάρματι
-
13 εξάρματος
-
14 ἐξάρματος
-
15 ἔξαλμα
См. также в других словарях:
ἔξαρμα — rising neut nom/voc/acc sg ἔξαρμος with dislocated limbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… … Dictionary of Greek
έξαρμα — το, ατος 1. ύψωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα, ψήλωμα. 2. (αστρον.), η γωνιαία απόσταση του άξονα του κόσμου από τον ορίζοντα, η οποία καθορίζει το γεωγραφικό πλάτος ενός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαρμάτων — ἔξαρμα rising neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματα — ἔξαρμα rising neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματι — ἔξαρμα rising neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματος — ἔξαρμα rising neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάρμισμα — ἐξάρμισμα, το (Μ) [έξαρμα] οίδημα, φούσκωμα, πρήξιμο … Dictionary of Greek
μεσουράνηση — (Αστρον.). Η διέλευση ενός αστέρα από τον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή. Εξαιτίας της περιστροφής της Γης το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές την ημέρα, μόνο όμως στην περίπτωση των αειφανών αστέρων μπορούν να παρατηρηθούν και οι δύο μ. Ο… … Dictionary of Greek
υφαλοράχη — η, Ν επίμηκες έξαρμα τού πυθμένα τής θάλασσας με σχήμα ράχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + ράχη] … Dictionary of Greek
υφαλοχερσόνησος — η, Ν έξαρμα τού βυθού το οποίο θα μπορούσε να σχηματίσει χερσόνησο εάν κατέβαινε η στάθμη τής θαλάσσιας επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χερσόνησος] … Dictionary of Greek