-
1 έξαλος
-
2 ἔξαλος
-
3 ἔξαλος
Grammatical information: adj.Meaning: `out of the sea, far from the sea' λ 134 = ψ 281 weakly attested v. l. for ἐξ ἁλός; Emp. 117 ( ἰχθύς; from ἐξάλλομαι?)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Hypostasis of ἐξ ἁλός. Hardly correct Leumanns, Hom. Wörter 55 n. 24, that ἔξαλος was read in the Odyssea-places.Page in Frisk: 1,528Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔξαλος
-
4 εξαλος
2находящийся над поверхностью моряτὰ ἔξαλα τῆς νεώς Luc. — надводная часть корабля;
ἥ ἔ. κώπη Sext. — надводная часть весла;τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπᾶν Luc. — вытащить лодку из моря на берег;ἔξαλον λαβεῖν τέν πληγήν Polyb. — получить удар в надводную часть судна -
5 ἔξαλος
A out of the sea,ἔ. ἰχθύς
leaping out of the sea,Emp.
117;ἔ. τὸ σκάφος ἀνασπᾶν Luc.Am.8
;ἔ. ἀΐσσειν Opp.H.2.593
; πληγὴ ἔ. a blow on a ship's hull above water, Plb.16.3.8;τὰ ἔ. τῆς νεώς Luc.JTr.47
; rising high out of the water, of islands, Str.17.1.52. -
6 ἔξαλος
ἔξ-αλος, aus dem Meere; aus dem Meere hervorragend; fern vom Meere gelegen -
7 έξαλον
-
8 ἔξαλον
-
9 ἅλς
ἅλς, ἁλός (entst. aus ΣΆΛΣ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς ϑείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, v. l. οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: οὕτως Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς ἅλας. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσϑαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' ὕστερον οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 οὐδέ ϑ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς ἅλας καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; ἅλας συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. ἅλας ἄγων καϑεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνϑεν ἦλϑεν ἔνϑ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Uebertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενϑέος Od. 4, 406, βαϑείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῠνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς τὴν ϑάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς δῖον τὸν Ἕκτορα καὶ ἑξῆς τὴν ϑάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ ϑείοιο λαϑοίμην«; für ἐξ ἁλός v. l. ἔξαλος Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 πόντος ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήϑησεν δὲ βαϑὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
-
10 ἔν-αλος
-
11 έξαλα
-
12 ἔξαλα
-
13 έξαλοι
-
14 ἔξαλοι
-
15 εξάλου
ἔξαλοςout of the sea: masc /fem /neut gen sgἐξά̱λου, ἐξάλλομαιleap out of: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἐξάλλομαιleap out of: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
16 ἐξάλου
ἔξαλοςout of the sea: masc /fem /neut gen sgἐξά̱λου, ἐξάλλομαιleap out of: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἐξάλλομαιleap out of: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
17 εξάλους
-
18 ἐξάλους
-
19 ἔναλος
ἔνᾰλος, ον,
См. также в других словарях:
ἔξαλος — out of the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαλος — η, ο (AM ἔξαλος, ον) [άλς, αλός] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα) τα τμήματα τού σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. 1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά 2. (για… … Dictionary of Greek
ἔξαλον — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc sg ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάλου — ἔξαλος out of the sea masc/fem/neut gen sg ἐξά̱λου , ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάλους — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξαλα — ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξαλοι — ἔξαλος out of the sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek