Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔξαλος

См. также в других словарях:

  • ἔξαλος — out of the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξαλος — η, ο (AM ἔξαλος, ον) [άλς, αλός] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα) τα τμήματα τού σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. 1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἔξαλον — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc sg ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάλου — ἔξαλος out of the sea masc/fem/neut gen sg ἐξά̱λου , ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάλους — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαλα — ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαλοι — ἔξαλος out of the sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»