-
1 έξαλα
-
2 ἔξαλα
-
3 έξαλα
-
4 εξαλος
2находящийся над поверхностью моряτὰ ἔξαλα τῆς νεώς Luc. — надводная часть корабля;
ἥ ἔ. κώπη Sext. — надводная часть весла;τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπᾶν Luc. — вытащить лодку из моря на берег;ἔξαλον λαβεῖν τέν πληγήν Polyb. — получить удар в надводную часть судна -
5 υφαλα
τά подводная частьτὰ ὕ. καὴ τὰ ἔξαλα τῆς νεώς Luc. — подводная и надводная часть корабля
-
6 борт
1. (судна, самолёта) η πλευρά, η μπάνταподводный - (судна) τα ύφαλα, η κάτω πλευρά του σκάφους2. (автомобиля) η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борт
-
7 надводный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надводный
-
8 понтон
мор. η σχεδία με δεξαμενή, το ποντόνι (ξεν.), η φορτηγίδαнадводный борт башен - а дока τα έξαλα των πύργων του ποντονιού της δεξαμενής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понтон
-
9 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
10 надводный
надводн||ыйприл πάνω ἀπ' τό νερό, ὑπεράνω του ϋδατος:\надводныйая часть судна τά ψηλά (или τά ἔξαλα) τοῦ πλοίου. -
11 εξαλάμενοι
-
12 ἐξαλάμενοι
-
13 надводный
επ.έξαλος•-ая часть судна τα έξαλα.
|| της επιφάνειας στην επιφάνεια πάνω από την επιφάνεια των υδάτων. -
14 ἐποχετεύω
A carry water by sluices or courses, Pl.Grg. 493e ;τὸ ἀπορρέον..δι' ὀχετῶν ἐ. Id.Criti. 117b
;τροφὴν τοῖς φυτευθεῖσι Ph.1.398
;ἐ. ἄνθεσιν ὕδωρ Longus 4.4
: metaph.,ὑφηγήσεις ἐ. ἀκοαῖς Ph.2.359
;λόγος οἴνῳ τὸ φιλάνθρωπον ἐπὶ τὴν ψυχὴν..ἐ. Plu.2.660c
, cf. Jul.Or.4.137d, Dam. Pr.35, etc.:—[voice] Pass., to be so brought,[αἷμα] ἐκ τῆς καρδίας ἐποχετεύεται καὶ εἰς τὰς φλέβας Arist.PA 666a6
; [αἱ φλέβες] ἐς ἀλλήλας ἐποχετεύονται are conducted one into another, Hp.Oss.15 ;ὕδωρ τὸ Ἰούλιον.. εἰς τὴν πόλιν ἐπωχετεύθη D.C.48.32
, cf. 49.42 : metaph.,ἔλλαμψις ἐκ τῶν πρώτων δυνάμεων ταῖς δευτέραις -εύεται Herm.in Phdr.p.145A.
:— [voice] Med., to have water brought upon them, to be irrigated, ἐποχετεύεταιτοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Str.17.1.52
: metaph., ἐ. ἵμερον bring the waters of desire over oneself, bathe in them, Pl.Phdr. 251e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποχετεύω
-
15 ὕφαλος
A under the sea, ἔρεβος ὕ. the darkness of the deep, S.Ant. 589 (lyr.);ὕ. πέτραι AP11.390
(Lucill.), cf. Ael.NA14.28, Jul.Or.1.41a; μὴ περὶ τὴν ὕφαλον (without πέτραν)ῥαγῇ τὸ σκάφος Lib.Ep. 308
, cf. Id.Or.62.32;νῆσος Luc.DMar.10.1
; τὸ ὕ. (sc. ἔδαφος), Str.1.3.5; τὰ ὕ. τῆς νεώς the parts under water, opp. τὰ ἔξαλα, Luc.JTr.47; ὕ. πληγή, τραύματα, damages to a ship under water, Plb.16.3.2, 16.4.12.2 metaph., secret, crafty, of men, EM 785.44;ὑ. ἡλικία καὶ μνησίκακος Gal.19.489
.
См. также в других словарях:
έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek
έξαλα — τα (ναυτ.), τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται πάνω από την ίσαλη γραμμή, τα ψηλά (αντίθ. ύφαλα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔξαλα — ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλάμενοι — ἐξαλά̱μενοι , ἐξαλάομαι migrate pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαλος — η, ο (AM ἔξαλος, ον) [άλς, αλός] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα) τα τμήματα τού σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. 1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά 2. (για… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ρυμουλκός — ή, ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν 1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του 2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο … Dictionary of Greek
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek