-
101 клятва
клятв||аж ὁ ὀρκος, τό τάξιμο:\клятва в верности ὁ δρκος (πίστης)· ложная \клятва ἡ ψευδορκία1 брать с кого́-л. \клятвау βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \клятвау παίρνω δρκο, δίδω δρκον нарушать \клятвау παραβαίνω τόν ορκο. -
102 επακτός
ός и ή, όν вставной;επακταί ημέραι — вставные дни
календари (напр. 29 февраля);§ επακτός όρκος — клятва в суде, данная по требованию одной из сторон
-
103 Όρκοι
-
104 Ὅρκοι
-
105 Όρκοις
-
106 Ὅρκοις
-
107 Όρκοισι
-
108 Ὅρκοισι
-
109 Όρκοισιν
-
110 Ὅρκοισιν
-
111 Όρκον
-
112 Ὅρκον
-
113 Όρκου
-
114 Ὅρκου
-
115 Όρκους
-
116 Ὅρκους
-
117 Όρκω
-
118 Ὅρκῳ
-
119 Όρκωι
-
120 Ὅρκωι
См. также в других словарях:
Ὅρκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)