-
1 ahit
όρκος, υπόσχεση, σύμφωνο, διαθήκη -
2 ant
όρκος! -
3 yemin
όρκος -
4 serment
όρκος -
5 přísaha
όρκος -
6 oath
όρκος -
7 przysięga
όρκος -
8 ślubowanie
όρκος -
9 клятва
клятва ж о όρκος* давать \клятвау ορκίζομαι* нарушать \клятвау πατώ όρκο* * *жο όρκοςдава́ть кля́тву — ορκίζομαι
наруша́ть кля́тву — πατώ όρκο
-
10 присяга
присяга ж о όρκος* приведение к \присягае η ορκοληψία·давать \присягау ορκίζομαι, δίνω όρκο* * *жο όρκοςприведе́ние к прися́ге — η ορκοληψία
дава́ть прися́гу — ορκίζομαι, δίνω όρκο
-
11 присяга
присяг||аж ὁ ὀρκος, ἡ ὁρκωμοσία:ложная \присяга ἡ ψευδορκία, ὁ ψεύτικος ὅρκος· приводить к \присягае ὁρκίζω, βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \присягау ὁρκίζομαι, δίνω ὅρκο· под \присягаой μέ ὅρκο. -
12 клятва
-ы θ.1. όρκος•клятва в верности ή верности όρκος πίστης•
επιορκώ•взять -у с кого-н. βάζω κάποιον να ορκιστεί•
ложная клятва ψευδορκία.
2. παλ. κατάρα. -
13 присяга
-и θ.όρκος• ορκωμοσία ορκοδοσία•военная присяга στρατιωτικός όρκος•
нарушить -у αθετώ τον όρκο, επιορκώ•
принять -у ορκίζομαι•
ложная присяга ψευδορκία•
приводить к -е ορκίζω, βάζω να ορκιστεί•
говорить под -ой ορκίζομαι σ ό,τι ομιλώ•
под -ой με όρκο.
-
14 ключица
анат. η κλειςη κλείδατο κλειδοκόκκαλο. кляммера το στοιχείο στήριξης/σύσφιξης της οροφής. клятва ο όρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ключица
-
15 клятва
клятв||аж ὁ ὀρκος, τό τάξιμο:\клятва в верности ὁ δρκος (πίστης)· ложная \клятва ἡ ψευδορκία1 брать с кого́-л. \клятвау βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \клятвау παίρνω δρκο, δίδω δρκον нарушать \клятвау παραβαίνω τόν ορκο. -
16 oath
[əuƟ]plural - oaths; noun1) (a solemn promise: He swore an oath to support the king.) όρκος2) (a word or phrase used when swearing: curses and oaths.) βλαστήμια• -
17 зарок
[ζαρόκ] ουσ. α. όρκος -
18 клятва
[κλγιάτβα] ουσ. θ. όρκος -
19 зарок
[ζαρόκ] ουσ α όρκος -
20 клятва
[κλγιάτβα] ουσ θ όρκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὅρκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)