-
61 Δίοιο
Δί̱οιο, Δῖονneut gen sg (epic)Δί̱οιο, Δῖοςmasc gen sg (epic) -
62 Δίοις
Δί̱οις, Δίοςmasc dat plΔί̱οις, Δῖαneut dat plΔί̱οις, Δῖονneut dat plΔί̱οις, Δῖοςmasc dat pl -
63 Δίοισι
Δί̱οισι, Δίοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισι, Δῖαneut dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισι, Δῖονneut dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισι, Δῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
64 Δίοισιν
Δί̱οισιν, Δίοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισιν, Δῖαneut dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισιν, Δῖονneut dat pl (epic ionic aeolic)Δί̱οισιν, Δῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
65 Δίου
Δί̱ου, Δῖονneut gen sgΔί̱ου, Δῖοςmasc gen sg -
66 Δίωι
Δί̱ῳ, Δῖονneut dat sgΔί̱ῳ, Δῖοςmasc dat sg -
67 Δίων
Δί̱ων, Δίοςmasc gen plΔίωνmasc nom /voc sgΔί̱ων, Δῖαneut gen plΔί̱ων, Δῖονneut gen plΔί̱ων, Δῖοςmasc gen pl -
68 Ερμίδιον
-
69 Ἑρμίδιον
-
70 αργυρίδιον
-
71 ἀργυρίδιον
-
72 βιβλίδιον
βιβλί̱διον, βιβλάριονneut nom /voc /acc sgβιβλίδιονpetition: neut nom /voc /acc sg -
73 δακτυλίδιον
δακτυλίδιονring: neut nom /voc /acc sgδακτυλί̱διον, δακτυλίδιονring: neut nom /voc /acc sg -
74 εγχελύδιον
-
75 ἐγχελύδιον
-
76 καλίδιον
καλί̱διον, καλίδιονneut nom /voc /acc sg -
77 κρεάδιον
κρεά̱διον, κρεάδιονneut nom /voc /acc sg -
78 ταργυρίδιον
-
79 τἀργυρίδιον
-
80 Αἰακός
Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.1χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30
ἀποπέμπων Αἰακὸν O. 8.50
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) N. 5.53 λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία)ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι N. 7.84
ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι N. 8.13
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.35
( Οἰνοπίαν)δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7.
См. также в других словарях:
Δῖον — neut nom/voc/acc sg Δῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίον — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Πιερίας στους πρόποδες του Ολύμπου. Η πόλη πήρε την ονομασία της από το ιερό του Δία που βρισκόταν εκεί. Το Δ. ήταν ιερή πόλη για τους Μακεδόνες. Ο βασιλιάς τους Αρχέλαος είχε καθιερώσει αγώνες προς τιμήν… … Dictionary of Greek
διόν — διά εἰμί sum pres part act masc voc sg διά εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖον — δῖος heavenly masc acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg δῖος heavenly masc/fem acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίον — δέω 1 bind pres part act masc voc sg (attic doric) δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc sg (attic doric) δίω put to flight pres part act masc voc sg δίω put to flight pres part act neut nom/voc/acc sg δίω put to flight imperf ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
ἀνίδιον — ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 3rd pl ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 1st sg ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου ιδρύθηκε το 1983 κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Η περιήγησή σας στο μουσείο ξεκινά από το χώρο της αυλής. Στα δεξιά σας θα δείτε μια σειρά από μαρμάρινους βωμούς, που τοποθετούνταν πάνω από τους μακεδονικούς τάφους στη … Dictionary of Greek
Дион (Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Дион. Деревня Дион Δίον Страна ГрецияГреция … Википедия