-
1 ἔν-τομος
ἔν-τομος, eingeschnitten, zerschnitten, bes. – a) ζῶα, Insekten, Kerbthiere, Arist. H. A. 4, 1 u. Folgde. – bl σφάγια, Opferthiere, bes. Todtenopfer, Orph. Arg. 569 u. öfter; Schol. Ap. Rh. 1, 587 διὰ τὸ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν ἀποτέμνεσϑαι τὰς κεφαλάς; Opfer bei feierlichen Eidschwüren u. anderen Gelegenheiten, ἔντομα ποιεῖν, opfern, Her. 2, 119. 7, 191; Plut.; ἔντομα ϑύειν Ant. Lib. 37. – Andere erkl. ἔντομα für verschnittene Thiere, die den Todtengöttern geopfert worden, Schol. Ap. Rh. a. a. O.; Bast sp. cr. p. 198.
-
2 ἔντομος
-
3 τόμιος
-
4 ἁγνίζω
ἁγνίζω, reinigen, bes. durch Wasser (Plut. Qu. Rom. 1 τὸ πῠρ καϑαίρει – τὸ ὕδωρ ἁγνίζει), abspülen; λύματα Soph. Ai. 640; durch ein Sühnopfer, Plut. καϑαρμοῖς τὰς πόλεις ἥγνισε Rom. 24; öfter mit ῥαίνω, Num. 13; κατακλύζω Mar. 21; mit Schwefel, Diphil.-bei Clem. Al. Strom. 7 p. 303; durch Feuer, verbrennen, σῶμα ἡγνίσϑη πυρί Eur. Suppl. 1217; bes. als Opfer z. B. ἔντομα Ap. Rh. 2, 926.
-
5 ἐν-τόμια
ἐν-τόμια, τά, = ἔντομα, Insekten, Schol. Ar. Nubb. 158.
-
6 τόμιος
См. также в других словарях:
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
ἔντομα — ἔντομος cut in pieces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικά έντομα — Χαρακτηρισμός που δίνεται συχνά σε έντομα όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, τα οποία συνηθίζουν να ζουν σε οργανωμένες ομάδες, όπου παρατηρείται καταμερισμός εργασίας. Τα κ.έ. μοιράζονται κοινoύς πόρους, όπως καταφύγιο, άμυνα ή… … Dictionary of Greek
παυρομετάβολα — Έντομα που παρουσιάζουν προοδευτικές μεταμορφώσεις. Τα νεαρά άτομα, εξαιτίας του σχηματισμού και του τρόπου ζωής τους, μοιάζουν με τα ενήλικα. Τα π. αποτελούν ομάδα των ετερομετάβολων εντόμων. Είναι συνήθως έντομα χερσόβια. Γνωστότερα είδη είναι… … Dictionary of Greek
αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… … Dictionary of Greek
ανόπλουρα — Έντομα στα οποία υπάγονται οι κοινώς αποκαλούμενες ψείρες, παράσιτα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών, των οποίων απομυζούν το αίμα. Εξαιτίας της προσαρμογής τους στην παρασιτική ζωή δεν έχουν φτερά, ούτε υπόκεινται μεταμορφώσεις. Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
απτερυγωτά — Έντομα που δεν δέχονται μεταμορφώσεις και χαρακτηρίζονται από έλλειψη φτερών σε όλη τους τη ζωή. Τα α. είναι μικρά και περιλαμβάνουν τρεις τάξεις: πρώτουρα, θυσάνουρα, κολλέμβολα. Τα είδη της τάξης των πρώτουρων ζουν κρυμμένα μέσα στο υγρό χώμα… … Dictionary of Greek
ψύλλοι — Έντομα διαφόρων οικογενειών. Εδώ θα γίνει λόγος για τους ψ. που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως παράσιτα του ανθρώπου και μερικών κατοικίδιων ζώων. Ο ψ. του ανθρώπου ή ερεθιστικός (pulex irritans) ανήκει, όπως και άλλοι ψ., στους πουλικίδες … Dictionary of Greek
ἐντομάς — ἐντομά̱ς , ἐντομή slit fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek