-
1 έντεχνος
-
2 ἔντεχνος
-
3 ἔντεχνος
ἔντεχν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔντεχνος
-
4 έντεχνος
1) skilful2) skilledΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έντεχνος
-
5 έντεχνον
ἔντεχνοςwithin the range: masc /fem acc sgἔντεχνοςwithin the range: neut nom /voc /acc sg -
6 ἔντεχνον
ἔντεχνοςwithin the range: masc /fem acc sgἔντεχνοςwithin the range: neut nom /voc /acc sg -
7 εντεχνότατον
ἔντεχνοςwithin the range: masc acc superl sgἔντεχνοςwithin the range: neut nom /voc /acc superl sg -
8 ἐντεχνότατον
ἔντεχνοςwithin the range: masc acc superl sgἔντεχνοςwithin the range: neut nom /voc /acc superl sg -
9 εντέχνως
-
10 ἐντέχνως
-
11 έντεχνα
-
12 ἔντεχνα
-
13 έντεχνε
-
14 ἔντεχνε
-
15 έντεχνοι
-
16 ἔντεχνοι
-
17 εντεχνότερος
-
18 ἐντεχνότερος
-
19 εντέχνοις
-
20 ἐντέχνοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔντεχνος — within the range masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
έντεχνος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή έγινε με τέχνη ή επιτηδειότητα, αριστοτεχνικός, επιδέξιος: Απέφυγε έντεχνα την επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντεχνότατον — ἔντεχνος within the range masc acc superl sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνως — ἔντεχνος within the range adverbial ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντεχνον — ἔντεχνος within the range masc/fem acc sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεχνότερος — ἔντεχνος within the range masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνοις — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνου — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνους — ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνων — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)