-
1 ένσπονδος
-
2 ἔνσπονδος
-
3 ἔνσπονδος
A included in a truce or treaty, opp.ἔκσπονδος, ἔ. ποιεῖσθαι Th.3.10
; ἔ. τινι in alliance with one, E.Ba. 924, Th. 1.40, 3.65,al.: as Subst., ally,οὐδενὸς Ἑλλήνων ἔ. Id.1.31
; οἱ ἔ. the allies, ib.35.2 of animals, gently disposed,πρός τινα Ael.NA1.3
; ἔνσπονδα εἶναί τινι πρός τινα ib.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνσπονδος
-
4 ένσπονδον
ἔνσπονδοςincluded in a truce: masc /fem acc sgἔνσπονδοςincluded in a truce: neut nom /voc /acc sg -
5 ἔνσπονδον
ἔνσπονδοςincluded in a truce: masc /fem acc sgἔνσπονδοςincluded in a truce: neut nom /voc /acc sg -
6 ενσπόνδως
ἔνσπονδοςincluded in a truce: adverbialἔνσπονδοςincluded in a truce: masc /fem acc pl (doric) -
7 ἐνσπόνδως
ἔνσπονδοςincluded in a truce: adverbialἔνσπονδοςincluded in a truce: masc /fem acc pl (doric) -
8 ένσπονδα
-
9 ἔνσπονδα
-
10 ένσπονδοι
-
11 ἔνσπονδοι
-
12 ενσπονδότατος
-
13 ἐνσπονδότατος
-
14 ενσπόνδοις
-
15 ἐνσπόνδοις
-
16 ενσπόνδου
-
17 ἐνσπόνδου
-
18 ενσπόνδους
-
19 ἐνσπόνδους
-
20 ενσπόνδω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ένσπονδος — ἔνσπονδος, ον (Α) [σπονδή] 1. αυτός που περιλαμβάνεται στη συνθήκη ή στην ανακωχή 2. ομόσπονδος, σύμμαχος («ἀντὶ ἐνσπόνδων πολέμιοι», Θουκ.) 3. (για ζώα) φιλικός … Dictionary of Greek
ἔνσπονδος — included in a truce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδως — ἔνσπονδος included in a truce adverbial ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνσπονδον — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc sg ἔνσπονδος included in a truce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπονδότατος — ἔνσπονδος included in a truce masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδοις — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδου — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδους — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδων — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσπόνδῳ — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνσπονδα — ἔνσπονδος included in a truce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)