Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔνσπονδος

См. также в других словарях:

  • ένσπονδος — ἔνσπονδος, ον (Α) [σπονδή] 1. αυτός που περιλαμβάνεται στη συνθήκη ή στην ανακωχή 2. ομόσπονδος, σύμμαχος («ἀντὶ ἐνσπόνδων πολέμιοι», Θουκ.) 3. (για ζώα) φιλικός …   Dictionary of Greek

  • ἔνσπονδος — included in a truce masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδως — ἔνσπονδος included in a truce adverbial ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνσπονδον — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc sg ἔνσπονδος included in a truce neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπονδότατος — ἔνσπονδος included in a truce masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδοις — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδου — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδους — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδων — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσπόνδῳ — ἔνσπονδος included in a truce masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνσπονδα — ἔνσπονδος included in a truce neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»