-
1 ένοικος
-
2 ἔνοικος
-
3 ἔνοικος
ἔνοικος, ον,A inhabitant, A.Supp. 611, etc.;ἔ. θεός Hierocl. in CA 11
p.441 M.: mostly c. gen. loci, inhabitant of a place, A.Pr. 415 (lyr.), S.Tr. 1092, Th.4.61, etc.: c. dat., dweller in a place, Pl.Criti. 113c;ἑσμὸς τεχνιτῶν ἔνοικος πόλει Limen.20
.2 [voice] Pass., dwelt in, (lyr.) (nisi leg. Παλλάδι συν-)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνοικος
-
4 ἔνοικος
-ου ὁ N 2 0-1-2-0-0=3 JgsA 5,23; Jer 31(48),9; 51(44),2 -
5 ένοικος
tenantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ένοικος
-
6 ένοικον
-
7 ἔνοικον
-
8 ένοικα
-
9 ἔνοικα
-
10 ένοικοι
-
11 ἔνοικοι
-
12 ενοίκοις
-
13 ἐνοίκοις
-
14 ενοίκου
-
15 ἐνοίκου
-
16 ενοίκους
-
17 ἐνοίκους
-
18 ενοίκων
-
19 ἐνοίκων
-
20 ἴνϝοικος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴνϝοικος
См. также в других словарях:
ἔνοικος — inhabitant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ένοικος — η, ο 1. αυτός που κατοικεί σε οίκημα, κάτοικος. 2. το αρσ. ως ουσ., ένοικος ο νοικάρης: Οι ένοικοι του ξενοδοχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνοικον — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc sg ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκοις — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκου — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκους — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκων — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοικα — ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοικοι — ἔνοικος inhabitant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek