-
1 ἐνν-ήρης
-
2 ἐνν-ῆμαρ
-
3 ἐννεάστερος
ἐνν<ε>άστερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάστερος
-
4 ἐννήκοντα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννήκοντα
-
5 ἐννήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννήρης
-
6 ἐννῆμαρ
A for nine days, Il.1.53, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννῆμαρ
-
7 ἐννεσίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐννεσίη
-
8 ἐννῆμαρ
ἐνν-ῆμαρ: nine days long.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐννῆμαρ
-
9 ἐννῆμαρ
ἐνν-ῆμαρ, adv., neun Tage lang -
10 ἐννήρης
-
11 ἐνέπω
E in lyr., as Hipp.572,580 (anap.), Heracl.95 (lyr.), al.: [tense] pres. is used by Hom. only in imper. ἔννεπε, opt.ἐνέποιμι Od.17.561
, part. ἐνέπων, also [ per.] 3sg. [tense] impf. ἔννεπε; [tense] pres. ind. not before Pi. ll. cc.; inf. [dialect] Boeot.ἐνέπιν Corinn.Supp.2.73
: [tense] impf.ἤνεπον Pi.N.10.79
, Oall.Fr. 1.58P.: [tense] aor. 2ἔνισπον, ἔνισπες Il.24.388
,ἔνισπε 2.80
; imper.ἐνίσπες Il.11.186
, 14.470, Od.3.101, A.R.1.487,ἔνισπε Od.4.642
, A.R.3.1; subj.ἐνίσπω Il.11.839
; opt. ἐνίσποις, -οι, Od.4.317, Il.14.107; inf.ἐνισπεῖν Od.4.323
: [tense] fut.ἐνισπήσω 5.98
,ἐνίψω 2.137
, al. Pres. [full] ἐνίσπω in later Poets, as Nic. Th. 522, D.P.391:— tell or tell of,Διὸς δέ σφ' ἔννεπε μῦθον Il.8.412
;τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες 11.186
;νημερτέα πάντ' ἐνέποντα Od.17.549
; εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις if thou couldst tell me any tidings of my father, 4.317; ἄνδρα μοι ἔννεπε tell me the tale of.., 1.1;τίς.. ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Il.2.761
;μνηστήρων.. θάνατον καὶ κῆρ' ἐνέπουσα Od.24.414
: abs., tell news or tales,πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε 23.301
, cf. S.El. 1439 (lyr.): freq. in Tragg., who use ἐννέπω as a [tense] pres. to the [tense] aor. εἰπεῖν ([tense] aor. ἔνισπον only in imper. , inf. ); ἐνν.τινὶ ὅτι .. S.El. 1367.2 simply, speak,μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Hes.Op. 194
, cf. A.Ch. 550;πρὸς τίν' ἐννέπειν δοκεῖς; S.Tr. 402
. -
12 ἐνακισχίλιοι
A nine thousand, Pl.Ti. 23e (v.l. ἐνν-), OGI 214.57(Milet., iii B.C.); [dialect] Ion. [full] εἰνακισχίλιοι Hdt.3.95, al. (Generally written ἐνν- in codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνακισχίλιοι
-
13 ἐννεά-κρουνος
ἐννεά-κρουνος, mit neun Quellen; ἡ ἐνν., ein Springbrunnen in Athen mit neun Sprudelröhren, der auch καλλιῤῥόη heißt, s. Thuc. 2, 15.
-
14 ἐν-ναέτης
ἐν-ναέτης, ὁ, der Einwohner; Agath. 36 ( Plan. 331); Anth. IX, 425; δονάκων ἐνν. heißt der Eber Paul. Sil. 44 (VI, 168).
-
15 ἐννέ-ωρος
ἐννέ-ωρος, neunjährig; ἐνν. βασίλευε, er herrschte neun Jahre lang, Od. 19, 179; βοῠς 10, 19; ἀλείφατος Il. 18, 351; σιάλοισι Od. 11, 311, wo einige alte Ausleger, ὥρα als Jahreszeit auffassend (χρόνος Lycophr. 571), neun Vierteljahre, also zwei und ein viertel Jahr alt erklärten, oder es gar für einjährig nahmen.
-
16 εννημαρ
-
17 εννηρης
-
18 ἐνεσία
A suggestion, used only in [dialect] Ep. form [full] ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th. 494, h.Cer.30, Call.Dian. 108;ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7
, prob. in Q.S.3.475: gen. pl.,ἐννξσιάων A.R.3.1364
. -
19 ἐννεάβοιος
A worth nine beeves, Il.6.236, Eleg.Alex.Adesp.1.3:—but also glossed by [full] ἐνν<ε>άβυρσος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάβοιος
-
20 ἐνναέτης
ἐν-ναέτης, ὁ, der Einwohner; δονάκων ἐνν. heißt der Eber
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάκεντρος — (ενν. ευθεία), η ευθύγραμμο τμήμα που ορίζεται από τα κέντρα δύο κύκλων τού ίδιου επιπέδου ή από τα κέντρα δύο σφαιρών … Dictionary of Greek
προάλλες — (ενν. ημέρες), μόνο στη φράση «τις προάλλες», με επίρρ. έννοια, εδώ και λίγες μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… … Dictionary of Greek
ηρώος — α, ο (Α ἡρῷος, ῴα, ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, ία, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηρώο μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους τού έθνους αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός) το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
κρητικός — ή, ό (AM κρητικός, ή, όν) [Κρήτη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος») νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά ο κάτοικος τής… … Dictionary of Greek