Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔνν-

См. также в других словарях:

  • διάκεντρος — (ενν. ευθεία), η ευθύγραμμο τμήμα που ορίζεται από τα κέντρα δύο κύκλων τού ίδιου επιπέδου ή από τα κέντρα δύο σφαιρών …   Dictionary of Greek

  • προάλλες — (ενν. ημέρες), μόνο στη φράση «τις προάλλες», με επίρρ. έννοια, εδώ και λίγες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… …   Dictionary of Greek

  • ηρώος — α, ο (Α ἡρῷος, ῴα, ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, ία, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηρώο μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους τού έθνους αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός) το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • κρητικός — ή, ό (AM κρητικός, ή, όν) [Κρήτη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος») νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά ο κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»